Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012
Εξισώσεις
Εισαγωγή.
Οι εξισώσεις είναι πάντοτε ένα θέμα που όταν αρχίσουμε να το συζητάμε, η προσοχή όλων σχεδόν στην παρέα είναι δεδομένη. Πέφτει ησυχία και όλοι ακούν προσεκτικά. Αν γνωρίζετε από παρέες ελεύθερων δυτών και ψαροντουφεκάδων, θα ξέρετε ήδη ότι κάτι τέτοιο είναι σχετικά δύσκολο μια και συνήθως ο καθένας λέει την δική του (ηρωική πάντα) ψαρευτική ιστορία, χωρίς να δίνει και πολλή προσοχή σε αυτά που λένε οι υπόλοιποι της παρέας. Με τις εξισώσεις όμως γίνεται κάτι σχεδόν μαγικό και όλοι ακούν προσεκτικά. Γιατί άραγε; Επίσης, από τις ερωτήσεις που δέχομαι, η συντριπτική πλειοψηφία αφορά τις εξισώσεις. Γιατί άραγε; Στα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής μου με την ελεύθερη κατάδυση αντιμετώπιζα ένα σοβαρότατο πρόβλημα που δεν με άφηνε να πάω βαθύτερα. Δεν μπορούσα να εξισώσω στα βαθιά. Γιατί άραγε; Ας τα πάρουμε σιγά-σιγά από την αρχή και ας λύσουμε παρέα τους γρίφους αυτού του κεφαλαίου. Κάτι σαν να λύναμε εξισώσεις. Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά.
Ο νόμος και η ανάγκη.
Το 1662, ο Robert Boyle δημοσίευσε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Νόμο του Boyle» στο παράρτημα μιας μελέτης του. Με σχετικά απλά λόγια, ο νόμος αυτός λέει ότι το γινόμενο του όγκου (v) και τις πίεσης (p) ενός αερίου παραμένουν σταθερά. p*v = c (σταθερό). Ή (αν το δούμε αλλιώς) όταν η πίεση μιας ποσότητας αερίου μεγαλώνει, ο όγκος του μικραίνει, προκειμένου το γινόμενο να παραμείνει σταθερό. Απλό δεν είναι;
Όπως ίσως ξέρετε, η πίεση στην επιφάνεια της θάλασσας είναι εξ’ ορισμού ίση με μια ατμόσφαιρα. Και κάθε 10 μέτρα που βυθιζόμαστε η πίεση αυξάνεται κατά μια ατμόσφαιρα. ¶ρα στα 10 μέτρα η πίεση είναι ίση με 2 ατμόσφαιρες και στα 20 μέτρα βάθος η πίεση είναι 3 ατμόσφαιρες. Απλό δεν είναι και αυτό; Ας δούμε τώρα γιατί τα παραπάνω μας αφορούν. Το σώμα μας έχει κάποια μέρη τα οποία περιέχουν αέρα. Και φυσικά καθώς κάνουμε μια βουτιά, ο νόμος του κ. Robert Boyle εξακολουθεί να ισχύει και να επηρεάζει αυτά τα σημεία του σώματός μας. Αυτά τα σημεία τα ονομάζουμε «αεροφόρους χώρους». Καθώς κάνουμε μια κατάδυση, οι αεροφόροι χώροι του σώματός μας, αλλά και εκείνοι που λόγω του εξοπλισμού μας δημιουργούνται (π.χ. το εσωτερικό της μάσκας), έχουν την τάση να μικρύνουν, λόγω της αύξησης της πίεσης. Κάποιοι από αυτούς τους χώρους είναι ελαστικοί και μικραίνουν ελεύθερα και απεριόριστα, ενώ κάποιοι άλλοι δεν είναι τόσο ελαστικοί και η τάση που έχουν να μικρύνουν περιορίζεται από την κατασκευή του σώματός μας (ή του υλικού κατασκευής του εξοπλισμού μας). Και επειδή ακριβώς δεν μπορούν να μικρύνουν ενώ η πίεση που δέχονται εξωτερικά εξακολουθεί να αυξάνει, δημιουργείται μια διαφορά πίεσης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πόνο και τελικά σε τραύμα, το λεγόμενο βαρότραυμα. Αυτοί ακριβώς οι χώροι που δεν μικραίνουν ελεύθερα έχουν ανάγκη από την λεγόμενη εξίσωση. Με λίγα λόγια πρέπει με κάποιον τρόπο να βάλουμε εμείς επιπλέον αέρα στους χώρους αυτούς ώστε να αυξήσουμε την πίεση που επικρατεί στο εσωτερικό τους και να την εξισώσουμε με την εξωτερική πίεση για να αποφύγουμε τον πόνο και το βαρότραυμα. Γι’ αυτό και αυτή η διαδικασία λέγεται «εξίσωση».
Αεροφόροι χώροι.
Ας δούμε έναν-έναν τους χώρους που περιέχουν αέρα την ώρα που καταδυόμαστε.
Οι πνεύμονες.
Ο χώρος των πνευμόνων έχει πολύ μεγάλη ελαστικότητα και ακριβώς χάρη σε αυτή την ελαστικότητα μπορούμε και αναπνέουμε. Άρα καθώς καταδυόμαστε και η πίεση αυξάνει, ο όγκος των πνευμόνων μικραίνει, (σαν να είχαμε κάνει εκπνοή). Άρα η πίεση στο εσωτερικό τους εξισώνεται αυτόματα (μικραίνει ο όγκος τους, αυξάνεται η εσωτερική πίεση).
Τα ιγμόρεια και ο χώρος της στοματικής και ρινικής κοιλότητας.
Οι χώροι αυτοί βρίσκονται σε άμεση επικοινωνία με τον πνεύμονα και συνεπώς συμπεριφέρονται σαν να είναι ένας ενιαίος χώρος. Έτσι και αυτοί οι χώροι, αν όλα λειτουργούν σωστά, εξισώνουν αυτόματα. Θα επανέλθουμε στα ιγμόρεια όταν θα μιλήσουμε για τα προβλήματα εξισώσεων που μερικές φορές αντιμετωπίζουμε.
Το αυτί.
Και ειδικότερα το μέσο αυτί. Περιέχει αέρα από κατασκευής και θα ασχοληθούμε μαζί του με μεγάλη λεπτομέρεια, καθώς η εξίσωση της πίεσής του με το εξωτερικό περιβάλλον δεν γίνεται αυτόματα και απαιτεί από μέρους μας μια προσπάθεια. Σχήματα 1 και 2.
Η μάσκα.
Ο εσωτερικός χώρος μιας μάσκας αποτελεί έναν αεροφόρο χώρο που δεν ανήκει στο σώμα μας αλλά δημιουργείται από τον εξοπλισμό μας. Αυτός ο χώρος δεν είναι πολύ ελαστικός και η τάση του να μικρύνει καθώς καταδυόμαστε περιορίζεται από την ελαστικότητα του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένη η μάσκα. Δημιουργείται συνεπώς μια διαφορά πίεσης με το περιβάλλον την οποία εξισώνουμε «φυσώντας» λίγο αέρα από την μύτη μας μέσα στη μάσκα «φουσκώνοντάς» την. Εξισώνουμε συνεπώς την εσωτερική της πίεση αυξάνοντάς την ώστε να είναι ίση με την πίεση του περιβάλλοντος. Σχήματα 3 και 4.
Δόντια.
Μερικές φορές τα σφραγίσματα που έχουμε στα δόντια μας είναι δυνατόν να περιέχουν αέρα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πόνοι από την τάση που έχει το σφράγισμα να πιέζεται, καθώς ο χώρος μέσα στο δόντι έχει την τάση να μικρύνει. Σχήμα 5.
Στολή.
Μερικές φορές, ανάμεσα στην στολή μας και το σώμα μας μπορεί να εγκλωβιστεί αέρας ο οποίος θα έχει και αυτός την τάση να μικρύνει καθώς καταδυόμαστε. Αν η στολή που φοράμε δεν είναι στα μέτρα μας ή/και δεν είναι φτιαγμένη από ελαστικό υλικό, τότε το πρόβλημα μπορεί να γίνει εντονότερο.
Βαρότραυμα.
Βαρότραυμα ονομάζεται κάθε τραύμα που οφείλεται σε διαφορές πιέσεων. Μπορούμε να τα διακρίνουμε σε καθόδου και ανόδου, ανάλογα με το αν προκύπτουν κατά την κατάδυση ή την ανάδυσή μας. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι κάθε δύτης με φυσιολογική ανατομία είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των εξισώσεων της πίεσης, χωρίς να πάθει βαρότραυμα. Πριν πάθουμε οποιοδήποτε βαρότραυμα αισθανόμαστε πόνο, πράγμα που πρέπει να εκλάβουμε ως προειδοποιητικό σημάδι που μας δίνει το σώμα μας και να σταματήσουμε την δραστηριότητά μας μέχρι να το αντιμετωπίσουμε σωστά.
Με πολύ απλά λόγια, σχεδόν απλοϊκά, θα λέγαμε ότι βαρότραυμα παθαίνουμε όταν εμποδίζεται η τάση κάποιων αεροφόρων χώρων να αλλάξουν όγκο και εμείς αγνοήσουμε τα σημάδια που μας δίνει το σώμα μας. Μερικά βαροτραύματα μπορούμε να τα αποφύγουμε κάνοντας κάποιους χειρισμούς, ενώ άλλα μας υποχρεώνουν να διακόψουμε την καταδυτική μας δραστηριότητα, να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να πάμε σπίτι μας. Έτσι είναι δυστυχώς.
Πιο συγκεκριμένα:
Αν μας πονάει ένα δόντι εξαιτίας του αέρα που έχει εγκλωβιστεί στο εσωτερικό ενός σφραγίσματος, πρέπει να σταματήσουμε τις βουτιές, να πάμε στον οδοντίατρο και να του εξηγήσουμε τι συμβαίνει. Αυτός θα ανοίξει το προβληματικό σφράγισμα και θα το φτιάξει από την αρχή, προσέχοντας να μην εγκλωβίσει πάλι αέρα στο εσωτερικό του. Αν συνεχίσουμε να βουτάμε χωρίς να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, πολύ απλά θα υποφέρουμε από τρομερούς πόνους στο προβληματικό δόντι. Τέτοιους που δεν θα μπορούμε τελικά να βουτάμε.
Αν λόγω κάποιου κρυώματος τα ιγμόρειά ή τα αυτιά μας δεν εξισώνουν, και πάλι πρέπει να σταματήσουμε μέχρι να γίνουμε καλά και να μας περάσει εντελώς το κρύωμα και να φύγουν οι βλέννες που εμποδίζουν τη ροή του αέρα σε αυτούς τους χώρους. Αν συνεχίσουμε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να τραυματίσουμε άσχημα τα ιγμόρειά μας και το ακουστικό μας τύμπανο, μέχρι αιμορραγίας και διάτρησης αντίστοιχα. Ειδικά το δεύτερο απαιτεί ιατρική περίθαλψη, αποχή από το νερό για πολύ καιρό και μερικές φορές μικροχειρουργική επέμβαση. Άσχημες καταστάσεις.
Αν δεν εξισώνουμε τη μάσκα μας, η ύπαρξη της υποπίεσης στο εσωτερικό της θα μας δημιουργήσει μελανιές (σαν πιπιλιές) στην ευαίσθητη περιοχή γύρω από τα μάτια. Πέρα από το γεγονός ότι το θέαμα δεν είναι καθόλου ωραίο (είναι σαν να μας έχουν χτυπήσει με γροθιές), μπορεί σε προχωρημένες περιπτώσεις να δημιουργηθούν και προβλήματα στην όρασή μας.
Τα βαροτραύματα στολής είναι πλέον σπάνια. Αυτό οφείλεται στα καλά σχετικά πατρόν που έχουν οι στολές σήμερα και στα ποιοτικότερα υλικά που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι κατασκευαστές. Παρόλα αυτά μπορεί να δημιουργηθούν «κοκκινίλες» σε κάποια σημεία του σώματός μας. Επιλέγουμε στολή φτιαγμένη επί μέτρω ή σε έτοιμο μέγεθος που να μας «ταιριάζει» και να μην αφήνει «σακουλιάσματα». Σαν τελευταία λύση μπορούμε να βάλουμε νερό μέσα στην στολή ώστε τα κενά που δημιουργούνται από την κακή εφαρμογή της στολής να είναι πλέον ασυμπίεστα.
Η εξίσωση της πίεσης στο μέσο αυτί.
Ας μπούμε τώρα στο θέμα που ταλαιπωρεί τους περισσότερους από εμάς. Για να εξισωθεί η πίεση στα αυτιά μας, πρέπει να περάσει αέρας μέσω της ευσταχιανής σάλπιγγας και να πάει στο μέσο αυτί. Αρχίζοντας θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τις μεθόδους εξίσωσης σε δύο βασικές κατηγορίες. Πρώτον σε αυτές που η μεταφορά του αέρα γίνεται χωρίς την δημιουργία πίεσης και δεύτερον σε αυτές που η δημιουργία πίεσης είναι απαραίτητη.
Εξίσωση χωρίς την δημιουργία πίεσης.
Ας δούμε λίγο με την βοήθεια σχημάτων τι συμβαίνει. Όπως βλέπουμε στα Σχήματα 1 και 2, ένας δύτης μπορεί να έχει ευσταχιανές σάλπιγγες οι οποίες είναι είτε συνεχώς ανοιχτές (Σχ. 1), είτε κλείνουν ελάχιστα (Σχ. 2).
Ο δύτης που έχει ευσταχιανές σαν και αυτές που βλέπουμε στο σχήμα 1, δεν νιώθει ποτέ την ανάγκη να εξισώσει την πίεση στα αυτιά του, πολύ απλά γιατί η πίεση είναι συνεχώς εξισωμένη και τα τύμπανά του δεν πιέζονται ποτέ. Σε αυτή την περίπτωση λέμε ότι ο δύτης αυτός εξισώνει «ακούσια». Δεν κάνει δηλαδή καμία προσπάθεια για να εξισώσει.
Ο δύτης του οποίου οι ευσταχιανές κλείνουν ελάχιστα (Σχ. 2), μπορεί να ανοίξει στιγμιαία τον δρόμο στον αέρα προς το μέσο αυτί κάνοντας κάποιες κινήσεις. Η πιο κλασική κίνηση που μπορεί να κάνει είναι να κουνήσει το πίσω μέρος του λαιμού προς τα πάνω (κινώντας τη μαλακή υπερώα προς τα πάνω). Η κίνηση αυτή αναγκάζει τους μυς και τα μαλακά μόρια (τη σάρκα) που βρίσκονται γύρω από την ευσταχιανή σάλπιγγα να κινηθούν και να κάνουν μια μικρή σύσπαση, και η σύσπαση αυτή ανοίγει την ευσταχιανή σάλπιγγα και έτσι ο αέρας περνάει αυτόματα προς το μέσο αυτί, όπου υπάρχει διαφορά πίεσης. Η μέθοδος αυτή αναπτύχθηκε και ονομάστηκε «BTV» από το Γαλλικό Ναυτικό την δεκαετία του 1950 και το όνομα προέρχεται από τα αρχικά των Γαλλικών λέξεων «Beance Tubaire Volontaire», που σημαίνουν εκούσιο άνοιγμα των «σωλήνων», δηλαδή «εκούσιο άνοιγμα των ευσταχιανών». Σε απλά ελληνικά ονομάζουμε αυτή τη μέθοδο «εκούσια».
Εξίσωση με την δημιουργία πίεσης.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με την συντριπτική πλειοψηφία των δυτών. Μιλάμε για δύτες με την πιο συνηθισμένη ανατομία ευσταχιανής σάλπιγγας. Στην περίπτωση αυτή, επειδή η ευσταχιανές σάλπιγγες δεν ανοίγουν με την εκούσια μέθοδο ο δύτης είναι αναγκασμένος να δημιουργήσει μια πίεση στην στοματορινική κοιλότητα και έχοντας κλειστή τη μύτη του να μην επιτρέψει στον αέρα να διαφύγει. Ο αέρας μην έχοντας άλλη διέξοδο, πηγαίνει προς τις ευσταχιανές σάλπιγγες, τις «ανοίγει» και καταλήγει στο μέσο αυτί εξισώνοντας την διαφορά πίεσης που υπάρχει από τις δυο μεριές του τύμπανου. Δυο είναι οι κύριες μέθοδοι εξίσωσης με την δημιουργία πίεσης. Η μέθοδος Valsalva και η μέθοδος Frenzel.
Στην μέθοδο Valsalva, ο δύτης έχοντας στόμα και μύτη κλειστά, κάνει μια προσπάθεια εκπνοής συσπώντας τους κοιλιακούς μυς. Ο αέρας όπως είπαμε δεν έχει που να πάει και καταλήγει με την βοήθεια της πίεσης στο μέσο αυτί.
Στη μέθοδο Frenzel, ο δύτης πάλι κλείνει την μύτη και το στόμα του, αλλά επίσης κλείνει την επιγλωττίδα (όπως όταν θέλουμε να κρατήσουμε την αναπνοή μας σαν να θέλαμε να σηκώσουμε ένα βάρος). Στη συνέχεια σηκώνει το πίσω μέρος του λάρυγγα και της γλώσσας προς τα πάνω και μειώνοντας έτσι τον χώρο στην στοματορινική κοιλότητα, δημιουργεί αύξηση της πίεσης και ο αέρας πάλι βρίσκει το δρόμο του προς το μέσο αυτί. Για να περιγράψουμε καλύτερα τον τρόπο που γίνεται αυτή η εξίσωση θα λέγαμε ότι έχοντας την μύτη κλειστή, ακουμπάμε το πίσω μέρος της γλώσσας μας στον ουρανίσκο σαν να θέλαμε να προφέρουμε το γράμμα «Κ». Το στόμα μπορεί να είναι ελαφρώς ανοιχτό ακριβώς σαν να θέλαμε να πούμε «Κ». Μόνο που αντί να πούμε το «Κ» (δηλαδή δεν απομακρύνουμε τη γλώσσα από τον ουρανίσκο αλλά την αφήνουμε να τον ακουμπάει), σηκώνουμε το μήλο του Αδάμ (το καρύδι που λέμε) προς τα πάνω. Δοκιμάστε το μπροστά σε έναν καθρέπτη. Κλείστε τη μύτη σας και πείτε μερικές φορές απανωτά «Κ» για να καταλάβετε την κίνηση που περιγράψαμε. Κάντε τώρα την κίνηση του λάρυγγα και θα δείτε στον καθρέπτη το μήλο του Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει. Αν το κάνετε σωστά θα νιώσετε και την πίεση στα αυτιά σας. Λίγο ακόμα και θα νιώσετε τα τύμπανα των αυτιών σας να «ανοίγουν» προς τα έξω. Αυτό ήταν! Μόλις εξισώσατε με Frenzel! Να σημειώσουμε εδώ ότι η μέθοδος Frenzel είναι η μέθοδος που κάνουν οι περισσότεροι. Απλά λόγω κακής πληροφόρησης, συγχέουν την Frenzel με την Εκούσια, νομίζοντας ότι στην Frenzel δεν κλείνουμε τη μύτη με το χέρι.
Αξίζει ίσως για εγκυκλοπαιδικούς κυρίως λόγους να αναφέρουμε επιγραμματικά και κάποιες άλλες μεθόδους εξίσωσης, αν και δεν βρίσκουν και τόση εφαρμογή στην ελεύθερη κατάδυση. Η μέθοδος Toynbee γίνεται κλείνοντας την μύτη μας την ώρα που καταπίνουμε. H Roydhouse είναι στην ουσία ίδια με την BTV μόνο που ο Noel Roydhouse που την περιέγραψε, έδωσε και κάποιες πληροφορίες σχετικά με την σειρά που πρέπει να κάνουμε την σύσπαση κάποιων μυών. Η Edmonds δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια Valsalva ή μια Frenzel σε συνδυασμό με ένα κούνημα του σαγονιού ή του κεφαλιού προκειμένου να ανοίξουν πιο εύκολα οι ευσταχιανές. Τέλος η τεχνική Lowry είναι μια Valsalva ή μια Frenzel που γίνεται καθώς καταπίνουμε.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε μεθόδου.
Το ολοφάνερο πλεονέκτημα της ακούσιας και της εκούσιας μεθόδου, είναι ότι ο δύτης δεν χρειάζεται να κλείσει την μύτη του. Είτε αυτόματα είτε με μια μικρή κίνηση του λάρυγγα και της μαλακής υπερώας, οι ευσταχιανές ανοίγουν και η εξίσωση γίνεται. Βέβαια, όσοι έχουν συνεχώς ανοιχτές ευσταχιανές και εξισώνουν ακούσια, υποφέρουν συχνά από ωτίτιδες μιας και η ανοιχτή ευσταχιανή είναι πλεονέκτημα μεν στην εξίσωση, επιτρέπει όμως σε μικρόβια να φτάσουν στο μέσο αυτί. Όσοι πάλι κάνουν εκούσια εξίσωση δεν έχουν κάποιο πρόβλημα, είναι όμως λίγοι και θα έπρεπε να αισθάνονται «μειοψηφία» και όχι να μας κάνουν επίδειξη ότι εξισώνουν χωρίς να βάζουν χέρι στη μύτη! (Τώρα έπεσα χαμηλά, το ξέρω).
Ας περάσουμε όμως στις μεθόδους Valsalva και Frenzel που αφορούν και τους περισσότερους από εμάς. Στο Σχήμα 3, βλέπουμε την πλάγια τομή του κρανίου μας με τις ονομασίες των οργάνων που μας αφορούν. Το βασικό πλεονέκτημα της Valsalva (Σχ 4) είναι ότι είναι πανεύκολη στην εκμάθησή της. Με απλά λόγια, κλείνεις το στόμα και την μύτη σου και φυσάς (τι πιο απλό). Στο σχήμα 4, με κόκκινο χρώμα είναι σημειωμένη η περιοχή όπου η πίεση του αέρα πρέπει να αυξηθεί προκειμένου να περάσει ο αέρας μέσα από τις ευσταχιανές σάλπιγγες. Όμως επειδή ακριβώς πρέπει να δημιουργηθεί αυξημένη πίεση και σε ολόκληρο το θώρακα (που δεν φαίνεται στο σχήμα), η μέθοδος καταναλώνει αρκετή ενέργεια και μας χαλάει κάπως την χαλάρωση που είναι απαραίτητη είτε βουτάμε στο σχοινί είτε ψαρεύουμε. Αντίθετα η Frenzel, αν δεν την κάνει ο δύτης «ενστικτωδώς» είναι κάπως δύσκολο να την μάθει με απλές περιγραφές και φυσικά δεν μπορείς να δείξεις στον άλλο τι ακριβώς γίνεται μέσα στην στοματορινοφαρυγγική κοιλότητα την ώρα που εξισώνεις. Το τεράστιο όμως πλεονέκτημά της είναι ότι ο χώρος που χρειάζεται να «συμπιεστεί», όπως φαίνεται και στο Σχήμα 5 με κόκκινη σκίαση, είναι μικρός. Σε σύγκριση με τη Valsalva (Σχ 4, θυμηθείτε δεν απεικονίζεται και ο θώρακας), η ενεργειακή απαίτηση της Frenzel είναι ελάχιστη έως αμελητέα. Επίσης, είναι μια μέθοδος που γίνεται πολύ γρήγορα και επαναλαμβάνεται σχεδόν στιγμιαία, συνεπώς δεν μας χαλάει καθόλου την χαλάρωση. Τέλος με την Frenzel μπορεί κανείς να δημιουργήσει τεράστια πίεση και να εξισώσει κάτω από δύσκολες συνθήκες αν και μια τέτοια πρακτική είναι λανθασμένη και πρέπει να αποφεύγεται.
Οι υπόλοιπες τεχνικές που αναφέρθηκαν στη προηγούμενη παράγραφο, είναι είτε αρκετά πολύπλοκες ή χρονοβόρες και δεν ταιριάζουν στην ελεύθερη κατάδυση αλλά περισσότερο στην αυτόνομη. Για παράδειγμα, για να κάνεις Toynbee ή Lowry πρέπει να καταπιείς (ή να ξεροκαταπιείς). Πράγμα που δεν μπορούμε να κάνουμε τόσο συχνά (χρονικά) όσο απαιτείται την ώρα που κάνουμε ελεύθερη κατάδυση. Στην αυτόνομη κατάδυση, όπου οι μεταβολές του βάθους είναι πιο αργές και ο αέρας άφθονος, έχουμε την πολυτέλεια και τον χρόνο να κάνουμε τέτοιου είδους εξισώσεις.
πηγη http://www.psarema.info/2012/02/%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CF%83%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-2/
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου