picasion

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Στοχευμένος εξοπλισμός στο υ/β ψάρεμα

Η εξειδίκευση στο ψάρεμα με άπνοια επιβάλλει πολύ προσεκτική επιλογή του εξοπλισμού, καθώς θα πρέπει να εξυπηρετεί το προσωπικό στιλ ψαρέματος του καθενός, αλλά κυρίως να είναι προσαρμοσμένος στα είδη και στις ιδιαιτερότητες των βυθών που πραγματοποιείται. Γράφει ο Stefano Navarrini Το γεγονός ότι το ψάρεμα άπνοιας είναι ένα πολύπλοκο άθλημα, σίγουρα δεν είναι κάτι νέο. Κατά βάθος, όμως, αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα (λόγω της οποίας το καλό αποτέλεσμα εξαρτάται από ένα σύμπλεγμα διαφόρων συντελεστών και όχι από μία και μόνον ικανότητα) είναι το στοιχείο που καθορίζει τη μεγάλη γοητεία που ασκεί πάνω στους ψαροκυνηγούς. Με άλλα λόγια, για να γεμίσει η «ψαροκρεμάστρα» δε φθάνει μόνο να είναι κάποιος μεγάλος απνεϊστής, δεν αρκεί να γνωρίζει πόσα λέπια έχει ένα ψάρι, ούτε επαρκεί ο..!. καλύτερος εξοπλισμός του κόσμου, αλλά χρειάζεται ένας συνδυασμός όλων αυτών των πραγμάτων μαζί με κάποια άλλα, μικρότερης σημασίας (που δεν θα αναφέρουμε). Σε αυτό το άρθρο σίγουρα δεν υπάρχει η δυνατότητα να κάνουμε διεξοδική διάλεξη πάνω στο θέμα. Μπορούμε, όμως, να αναλύσουμε μια από τις πιο σημαντικές συνιστώσες, προσπαθώντας να επαναλάβουμε μερικές βασικές έννοιες, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε τα απρόοπτα που υπάρχουν πάντοτε στον υποβρύχιο κόσμο και τα υποβρύχιο ψάρεμαοποία -πέρα από το να τον καθιστούν πιο γοητευτικό- μας υπενθυμίζουν ότι στο ψάρεμα με άπνοια δεν σταματάει ποτέ κανείς να μαθαίνει. Θα μιλήσουμε, λοιπόν, για τον εξοπλισμό, αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα προσεγγίσουμε το θέμα πιο γενικά, στοχεύοντας σε ορισμένες παραμέτρους του ψαρέματος, όπως εκείνες που αναφέρονται στο βάθος και τα χαρακτηριστικά των βυθών. Επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι στη θάλασσα δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια, οι παρατηρήσεις μας θα επικεντρωθούν σε έναν μέσο όρο, που παράλληλα θα ποικίλει, ανάλογα με τον τύπο του βυθού και μερικές φορές με τις γεωγραφικές προδιαγραφές της τοποθεσίας.
Στα ρηχά Παλαιότερα (αλλά ακόμα και τώρα), η ποιότητα ενός πιασίματος ήταν συχνά ανάλογη με το βάθος στο οποίο είχε συντελεστεί. Ο παραπάνω «συσχετισμός», αν και μέσα σε ορισμένα όρια μπορεί να είναι αλήθεια, από την πλευρά του ψαροκυνηγού (που δεν είναι, δε θέλει και δε χρειάζεται να είναι μεγάλος απνεϊστής), αποτελεί ουσιαστικά έναν παραλογισμό. Ακόμα περισσότερο, σε ένα άθλημα που δεν έχει κοινό, το να δοξαστεί κανείς με τα λόγια είναι μάλλον εύκολο και δε χρειάζεται και πολύ για να αυξηθούν «μαγικά» τα μέτρα. Να γιατί ακούμε λοιπόν για σαργό που έχει κτυπηθεί στα 35 μέτρα, ροφό που μετά από ώρες προσπάθειας κοντά στα 30 μέτρα, επιτέλους ξετρυπώθηκε από το θαλάμι του, συναγρίδα που πιάστηκε μετά από καρτέρι δύο λεπτών στα 25 μέτρα και ούτω καθεξής, ενώ στην πραγματικότητα συνήθως τα μεγέθη αυτά δεν είναι ούτε τα μισά. Λες και θα ήταν ντροπή να βγει κανείς από το νερό με ένα ζωνάρι γεμάτο σαργούς, κέφαλους και λαβράκια, πιασμένα σε λιγότερο από δέκα μέτρα βάθος. Στην πραγματικότητα, το ψάρεμα στα ρηχά -όπως μας διδάσκουν μερικοί από τους πιο γνωστούς ιταλούς πρωταθλητές-, όχι μόνον μπορεί να είναι τεχνικά τόσο απαιτητικό όσο και το ψάρεμα σε μεγαλύτερα βάθη, αλλά προσφέρει ταυτόχρονα καλές δυνατότητες για να γεμίσει η ψαροβελόνα. Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, πρόκειται για μια ζώνη προσβάσιμη σε όλους, που όμως τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά, ανάλογα με την τεχνική και την εμπειρία. Κατά συνέπεια ο εξοπλισμός ποικίλει, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στα πρώτα δέκα μέτρα, θεωρώντας για λόγους ευκολίας αυτό το βάθος σα βάθος αναφοράς, μπορούν να εξασκηθούν όλες οι τεχνικές ψαρέματος, συμπεριλαμβανομένου και του ψαρέματος στον αφρό που, αντίθετα από ό,τι μπορεί να νομίζει κανείς, απαιτεί μία σχετική εμπειρία. Αλλά σε αυτήν τη ζώνη μπορεί και να διασκεδάσει υποβρύχιο κυνήγικανείς, πέφτοντας στο νερό με το μαγιό και ένα ψαροντούφεκο αγορασμένο από το σουπερμάρκετ. Για όποιον έχει λίγο μεγαλύτερες φιλοδοξίες, ο εξοπλισμός μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την τεχνική ψαρέματος και την εμπειρία του. Όποιος δεν έχει ακόμα αποκτήσει μεγάλη ευχέρεια κίνησης στο νερό, θα δυσκολευτεί να πλησιάσει πολύ το θήραμά του και θα ψαρεύει αναζητώντας τον στόχο του μέσα στα θαλάμια. Αυτό μπορεί ήδη να καθορίσει τα χαρακτηριστικά του όπλου, ωθώντας τον προς ένα ψαροντούφεκο μικρού μεγέθους, αδιάφορο αν θα είναι λαστιχοβόλο ή αεροβόλο. Τα θηράματα θα είναι κυρίως σαργουδάκια, χειλούδες, κάποιος κέφαλος, χταπόδια και σμέρνες, δηλαδή όλα εκείνα τα θηράματα που δεν απαιτούν ούτε μεγάλη ισχύ, αλλά ούτε και μεγάλη ακρίβεια. Αν έχει κανείς ήδη αποκτήσει περισσότερη εμπειρία (οι πιο έμπειροι ψαροντουφεκάδες δε θα έχουν σίγουρα ανάγκη τις συμβουλές μας), τόσο σε επίπεδο ικανότητας άπνοιας όσο και ευχέρειας κίνησης μέσα στο νερό, μπορεί να στραφεί προς ένα μέγεθος όπλου λίγο πιο απαιτητικό για να ρίξει καμιά ελεύθερη βολή, σε τεχνικές όπως η ενέδρα και το καρτέρι. Σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για ένα όπλο γύρω στα 70-80 εκατοστά και όσο το δυνατόν πιο εύκολο στην όπλιση (μία διαδικασία που είναι συνήθως δύσκολη για τους αρχάριους, κυρίως με τα λαστιχοβόλα). Τα μεγαλύτερα μεγέθη, αφορούν εκείνες τις τεχνικές ψαρέματος που προϋποθέτουν μεγαλύτερη εμπειρία και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσουν δυσκολίες (ακόμα και κίνδυνο) σε όποιον δεν κατέχει ακόμα τις σωστές κινήσεις όπλισης.
Όσον αφορά τη στολή, δε συμφέρει να επενδύσει κανείς σε ένα εξεζητημένο μοντέλο, καθώς μη γνωρίζοντας ακόμα πώς να ελιχθεί άνετα ανάμεσα στα βράχια, μπορεί εύκολα να την καταστρέψει. Καλύτερα, λοιπόν, να επιλέξει ένα ύφασμα φοδραρισμένο εξωτερικά (που ως εκ τούτου θα είναι και σε θέση να αντέξει στις τριβές πάνω στα βράχια), ενώ την καλή σαιζόν θα μπορούσε να καταφύγει ακόμα και σε ένα ύφασμα με διπλή φόδρα, που θα απλοποιούσε και τη διαδικασία ένδυσης. Επιπλέον, επειδή δεν πρόκειται να αντιμετωπισθούν μεγάλες μεταβολές πίεσης οφειλόμενες στο βάθος, μπορούν να επιλεγούν υφάσματα πολύ μαλακά, που θα δώσουν εξοπλισμός υποβρύχιου ψαρέματοςμεγάλη άνεση χωρίς να χάσουν τη μονωτική τους ικανότητα: Πράγμα το οποίο ισχύει κυρίως για την κρύα εποχή που, όσον αφορά το νερό, είναι πιο πολύ η άνοιξη παρά ο χειμώνας. Επειδή θα κινηθεί κανείς σε χαμηλά βάθη, η μάσκα δε θα πρέπει αναγκαστικά να έχει μειωμένο όγκο. Μάλιστα, ένα μοντέλο παρόμοιο με εκείνα που χρησιμοποιούνται στην αυτόνομη κατάδυση (χωρίς κανείς να υπερβάλλει), θα προσφέρει μεγαλύτερη οπτική γωνία, που είναι απαραίτητη για να γίνει αντιληπτή ακόμα και η παραμικρή κίνηση. Τέλος, μεταξύ των απαραίτητων εξαρτημάτων είναι βεβαίως και τα βατραχοπέδιλα. Το ανθρακόνημα δεν είναι ακόμα κατάλληλο για όποιον δεν έχει γυμνασμένα πόδια ή δε διαθέτει την απαιτούμενη ευκινησία μέσα στο νερό, για να αποφευχθεί η καταστροφή των λεπίδων πάνω στα βράχια. Καλύτερα, λοιπόν, ένα καλό βατραχοπέδιλο από τεχνοπολυμερές, όχι πολύ σκληρό, ώστε να διευκολύνεται το κολύμπι όταν διατρέχονται μεγάλες αποστάσεις πάνω στην επιφάνεια του νερού. Φακοί, μαχαίρια, αναπνευστήρες και λοιπά παρελκόμενα δε χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, όμως θα πρέπει να υπολογισθούν καλά τα βαρίδια και να αποφευχθεί ο πειρασμός να βαρύνει κανείς πολύ για να διευκολυνθεί το κατέβασμα. Δέκα μέτρα δεν είναι πολλά, αλλά ένας λανθασμένος ερματισμός μπορεί να δυσκολέψει όποιον, ενώ δεν έχει ακόμα τις απαιτούμενες ικανότητες, ζορίζει πολύ την άπνοιά του. Στα μεσόνερα Η θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται μεταξύ των 10 και 20 μέτρων βάθους είναι ίσως, όσον αφορά τα ψάρια, η απόλυτα πιο παραγωγική. Εκείνη, δηλαδή, στην οποία ένας καλός απνεϊστής ψαροντουφεκάς μπορεί να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος επιτυχημένων κτυπημάτων. Πράγματι, το ψάρι -πέρα από το γεγονός ότι έχει στη διάθεσή του ένα ποικιλόμορφο και πιο κατάλληλο για τις ανάγκες του φυσικό περιβάλλον-, αρχίζει να είναι ελαφρά πιο ήρεμο, επειδή επηρεάζεται λιγότερο από τις ενοχλήσεις που του προκαλεί η επιφάνεια. Μπορεί κανείς να το κυνηγήσει στο θαλάμι, εξοπλισμός υποβρύχιου ψαρέματοςαλλά και με ενέδρα ή καρτέρι, και μπορεί να το ψαρέψει σε διαφορετικούς τύπους βυθού. Είναι ξεκάθαρο, ότι το όπλο θα πρέπει αναγκαστικά να είναι ανάλογο με την τεχνική που εφαρμόζεται, και σε αυτήν την περίπτωση αρχίζουν να έχουν σημασία τα μακριά όπλα καθώς και το δεύτερο, που είναι κρεμασμένο από τη σημαδούρα. Ο πιο συχνός συνδυασμός -για όποιον δε διαθέτει ένα ζευγάρι πάνω στο φουσκωτό, έτοιμο να του προσφέρει βοήθεια-, θέλει τον ψαρά οπλισμένο με ένα όπλο μεσαίου μεγέθους και σχετικά μακρύ (ας πούμε 90άρι ή 100άρι), ενώ στη σημαδούρα θα κρέμεται ένα κοντό για τα θαλάμια. Καλύτερα αυτό το τελευταίο να είναι αεροβόλο, που να είναι σε θέση -αν παρουσιασθεί η ανάγκη- να αντεπεξέλθει χάρη στην ισχύ του, σε μια συνάντηση με έναν μεγάλο ροφό, πράγμα το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να οργανωθεί κατά τρόπον, ώστε να έχει πάντοτε εύκολα στη διάθεσή του τόσο μια τρίαινα όσο και μια δελφινιέρα. Για το μεγαλύτερο μέρος των δυτών, η ζώνη μεταξύ των 10 και 20 μέτρων, αποτελεί το ιδανικό βάθος για να εξασκήσουν το καρτέρι. Αυτό επιβάλει την επιλογή ενός ισχυρού όπλου, που να είναι ταυτόχρονα γρήγορο και ακριβές, ιδιότητες που ήταν πάντοτε εγγενείς των λαστιχοβόλων (αν και τα αεροβόλα της τελευταίας και της ακόμα πιο πρόσφατης γενιάς, δεν έχουν απολύτως τίποτα να ζηλέψουν πάνω σε αυτό το θέμα). Η πιθανότητα, όμως, σύλληψης σημαντικών θηραμάτων, επιβάλλει τη βελτίωση του όπλου με την τοποθέτηση ενός καλού μουλινέ. Ένα αξεσουάρ, δηλαδή, που μπορεί να αποβεί χρήσιμο ακόμα και στην περίπτωση που, αντί να πρέπει να δώσει κανείς μάχη με ένα μαγιάτικο 40 κιλών, πρέπει απλώς να ανακτήσει τη βέργα που έχει καρφωθεί σε ένα θαλάμι, τη στιγμή που τα νερά είναι τόσο θολά που εμποδίζουν τον εντοπισμό του όπλου από την επιφάνεια. Σήμερα, η αθλητική δραστηριότητα, η ποιότητα του εξοπλισμού και η διάδοση των περιοδικών, των βίντεο και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που πραγματεύονται πάνω σε αυτό το θέμα, έχουν μειώσει τους χρόνους εξέλιξης. Κάποτε, το βάθος το κέρδιζε κανείς μέτρο-μέτρο, και για να φθάσει να ψαρεύει στα είκοσι μέτρα ροφόςχρειαζόταν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Σήμερα υπάρχουν παιδιά που το στόμα τους μυρίζει ακόμα γάλα (καταδυτικό, εννοείται), και ήδη αλωνίζουν στα είκοσι μέτρα, ενώ η έλλειψη εμπειρίας δεν τους επιτρέπει να επιτύχουν σοβαρά αποτελέσματα, καταλήγοντας ταυτόχρονα σε επικίνδυνες καταστάσεις. Πάντως η διαφορά μεταξύ των δέκα και των είκοσι μέτρων υπάρχει, και γίνεται αντιληπτή κυρίως όταν κατεβαίνει κανείς τραβώντας πίσω του το σχοινί της σημαδούρας, πράγμα το οποίο μάς ωθεί να προτείνουμε δύο λύσεις. Η πιο λειτουργική, είναι εκείνη που προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία δράσης και έγκειται στην τοποθέτηση ενός βάρος μισού κιλού στην άκρη του σχοινιού κατά τρόπον ώστε να μπορεί να αμολήσει κανείς το σχοινί που θα μείνει κρεμασμένο στην περιοχή. Εναλλακτικά, στη θέση του παραδοσιακού νάιλον πλεκτού σχοινιού που συνδέεται με τη σημαδούρα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί (σε όλο το μήκος ή μόνο στο ακραίο τμήμα) μία μονόκλωνη πετονιά που, πέρα από το ότι είναι σχεδόν αόρατη στα ψάρια, δεν προβάλλει μεγάλη υδροδυναμική αντίσταση, χάρη στη μικρή της διάμετρο. Στα μεγαλύτερα βάθη Πάνω από τα είκοσι μέτρα τα πράγματα γίνονται σοβαρά και παρά το γεγονός ότι σήμερα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός νεαρών (ή και λιγότερο νεαρών) που ψαρεύουν σε βάθος πάνω από τα 30 μέτρα, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι με το βάθος δεν πρέπει να αστειεύεται κανείς. Εννοείται ότι όποιος ψαρεύει σε αυτά τα βάθη έχει όλη την αναγκαία εμπειρία για να επιλέξει τον εξοπλισμό του, αλλά για να ολοκληρώσουμε την πληροφόρηση ας δούμε τι συμβαίνει, όταν κάτω από εμάς υπάρχει μόνον το βαθύ μπλε ή η αμυδρή σκιά ενός γρανιτένιου όγκου. Πριν μιλήσουμε για όπλα, είναι αναγκαίο να αναφερθούμε στην πλευστότητα, καθώς σε ένα κατέβασμα κάτω από τα 20-25 μέτρα, αυτή μπορεί να μεταβληθεί αισθητά. Ακόμα περισσότερο αν, δεδομένης της εποχής ή της βατραχοπέδιλοπροσωπικής ευαισθησίας στο κρύο, χρησιμοποιούνται ξυρισμένες στολές μεγάλου πάχους (χωρίς να ξεχνάμε τις παγωμένες στρώσεις των θερμοκλινών που κόβουν την ανάσα και που, ανάλογα με τον τόπο ή τα ρεύματα, διαρκούν μέχρι το προχωρημένο καλοκαίρι). Όπως είναι γνωστό, αυτά τα υφάσματα, λόγω της ποσότητας του αέρα που περιέχεται στις μικροκυψέλες του νεοπρενίου, προσφέρουν μεγάλη άνεση, διευκολύνοντας τον αερισμό στην επιφάνεια. Σε μεγάλο βάθος η δύναμη της υδροστατικής πίεσης μπορεί να μειώσει δραστικά το πάχος της στολής, μετατρέποντάς το σε μια λεπτή στρώση που αφήνει να αισθανθεί κανείς όλο το κρύο των βαθιών νερών. Πέρα από τον θερμικό παράγοντα, όμως, θα μεταβληθεί επίσης και η πλευστότητα που, υπερβαίνοντας ένα φυσικό βάθος ισορροπίας, θα γίνει αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι αν κατά τη φάση της καθόδου διευκολυνθεί το πλανάρισμα προς τον στόχο, στην άνοδο θα αναγκασθεί κανείς να πληρώσει ακριβά τα πρώτα μέτρα, κατά τα οποία θα απαιτηθεί η μέγιστη δύναμη των ποδιών... και των βατραχοπέδιλων. Ακριβώς αυτή η αποκόλληση από τον βυθό, είναι στην ουσία το περισσότερο εκτιμούμενο χαρακτηριστικό των λεπίδων από ανθρακόνημα, των οποίων η ισχυρή υστέρηση (δηλαδή η ελαστική ανταπόκριση του υλικού αφού έχει διεγερθεί) ελαφρύνει τη μυική καταπόνηση. Φυσικά οι ιδιότητες του ανθρακονήματος εκτιμώνται και σε άλλες φάσεις, τόσο στο κατέβασμα όσο και στο ανέβασμα, καθιστώντας το σχεδόν ανεκτίμητο για όποιον θέλει να αφιερωθεί στο ψάρεμα μεγάλου βάθους: πράγμα το οποίο δεν αποκλείει το γεγονός ότι, αναγνωρισμένοι πρωταθλητές που ψαρεύουν σε βάθη πάνω από τα 30 μέτρα με άριστα αποτελέσματα, χρησιμοποιούν και βατραχοπέδιλα από τεχνοπολυμερές. Το γεγονός ότι στα 30 μέτρα μπορεί κανείς να κτυπήσει και έναν σαργό μισού κιλού αποτελεί μέρος του παιχνιδιού, αλλά είναι προφανές ότι όποιος καταπιάνεται με αυτά τα βάθη έχει άλλες φιλοδοξίες, και -μοιραία- διαφορετικά όπλα. εξοπλισμός υποβρύχιου ψαρέματοςΕδώ η μάχη μεταξύ λαστιχοβόλων και αεροβόλων αγριεύει. Από τη μία πλευρά η μεγάλη ισχύς των αεροβόλων, συνδυαζόμενη με την προοδευτική τους «βαλλιστροποίηση», τα καθιστά προτιμητέα στην αντιμετώπιση μεγάλων θηραμάτων, ενώ από την άλλη η μεγάλη ακρίβεια των λαστιχοβόλων (βαλλιστρών) τα καθιστά απαραίτητα όταν αυτή η ιδιότητά τους κρίνεται ως πιο σημαντική. Θα πρέπει, επίσης, να προσθέσουμε ότι η φαινομενική απώλεια ισχύος στα μεγάλα βάθη που καταλογίζεται στα αεροβόλα, εξ αιτίας της συμπίεσης του αέρα που οφείλεται στην υδροστατική πίεση, είναι ελάχιστη ή αμελητέα στα τελευταία μοντέλα. Η επιλογή λοιπόν, όπως προσωπικά έχω γράψει αρκετές φορές, βρίσκεται περισσότερο στον εγκέφαλο και λιγότερο στα μπράτσα. Το καλύτερο όπλο θα είναι εκείνο που θα κάνει αίσθηση στο χέρι, εκείνο που θα διεγείρει περισσότερο την φαντασία του κυνηγού, εκείνο που θα θεωρηθεί πιο αξιόπιστο, προσφέροντας σε αντιστάθμισμα μια πιο συνειδητή και άνετη συμπεριφορά στο νερό. Μιλάμε, λοιπόν, για όπλα τα οποία εύκολα ξεπερνούν τα 100 εκατοστά μήκος (μόνον κορμού ή δεξαμενής) και που μπορούν να ξεπεράσουν ακόμα και τα 130 εκατοστά. Δηλαδή, όπλα μεγάλης ισχύος που είναι σε θέση να διαπεράσουν μία συναγρίδα σε 5 μέτρα απόσταση, αλλά και να πολτοποιήσουν τη βέργα πάνω στα βράχια όταν κτυπηθεί ένα πιο κοντινό ψάρι. Όπλα κατάλληλα για blue fishing, που θα πρέπει όμως να χρησιμοποιηθούν με φειδώ, αφού απαιτείται μεγάλη δύναμη κάθε φορά που οπλίζονται (κυρίως για όσους έχουν κοντά μπράτσα και μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολία να φθάσουν τον κώνο των ελαστικών ή την κορυφή της βέργας ενός αεροβόλου). Το να μην καταφέρει κανείς να οπλίσει το κανόνι που έφερε μαζί του στο νερό γεμάτος ελπίδες, είναι σίγουρα πολύ αποκαρδιωτικό, αλλά η προσπάθεια επανόπλισης στα όρια των δυνατοτήτων της τεχνικής του και της δύναμης που διαθέτει, μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη. Υπενθυμίζουμε, λοιπόν, ότι τόσο για τα λαστιχοβόλα όσο και για τα αεροβόλα μεγάλων διαστάσεων, υπάρχουν αξεσουάρ που διευκολύνουν την όπλιση. Η επίδραση της πίεσης όταν αντιμετωπίζονται απαιτητικά βάθη, προξενεί τόσο τεχνικά προβλήματα (όπως η διατήρηση μίας σωστής διαγωγής καθόδου), όσο και φυσικά (όπως νόμοι αντιστάθμισης, καθώς και εξοπλισμός για υποβρύχιο κυνήγιεξοπλισμού). Οι μάσκες με υπερβολικά μειωμένο όγκο έχουν κατασκευαστεί ακριβώς για τους βαθύτες, με σκοπό να εξοικονομηθεί ο αναγκαίος αέρας εξισορρόπησής τους κατά την κάθοδο. Θα πρέπει, όμως, να πούμε ότι αρκετός από τον αέρα που φυσιέται μέσα στη μάσκα (εννοείται σε μάσκα όχι πολύ μικρών διαστάσεων), μπορεί να ανακτηθεί κατά την άνοδο. Δεν θα είναι φρέσκος καθαρός αέρας του βουνού, αλλά βοηθάει και μάλιστα όχι λίγο... Αλλά και τα βαρίδια προξενούν μερικά προβλήματα, επειδή υπάρχει ανάγκη να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ εκείνου του ερματισμού που δε θα κάνει κάποιον να αναθεματίζει στα πρώτα μέτρα της καθόδου, και εκείνου που δε θα κρατάει τον ψαροκυνηγό κολλημένο στον βυθό τη στιγμή του ανεβάσματος. Η πιο έξυπνη λύση είναι προφανώς να αφήσει κανείς τη ζώνη κατά την άνοδο, ή ακόμα να χρησιμοποιήσει κινητά βαρίδια, πράγμα το οποίο είναι πολύ καλό αν αυτά τα τεχνάσματα δεν χρησιμοποιούνται για να ρισκάρει κανείς πλησιάζοντας τα όριά του (ή ακόμα χειρότερα για να τα ξεπεράσει ανόητα). Μια τελευταία συμβουλή για τους υποψήφιους βαθύτες αφορά τη σημαδούρα σήμανσης δυτών. Το να κατέβει κανείς σε βάθος 30 μέτρων τραβώντας πίσω του άλλα τόσα και περισσότερα μέτρα σχοινί δεν είναι έξυπνη επιλογή, αλλά το να κατέβει χωρίς σημαδούρα είναι ασυνειδησία. Η λύση υπάρχει και ονομάζεται φουσκωτό βοηθείας ή ακόμα καλύτερα δεύτερο άτομο στη θάλασσα, εφοδιασμένα και τα δύο με το καθιερωμένο σημαιάκι επισήμανσης και έτοιμα να επέμβουν σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης. πηγη http://www.thalassamedia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου