Η συναγρίδα αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο του υποβρύχιου κυνηγιού. Η δυσκολία που έχει το κυνήγι της και
η περίεργη συμπεριφορά της έχουν δημιουργήσει ένα πέπλο μυστηρίου γύρω απ’ αυτήν. Είναι γεγονός ότι η συμπεριφορά
της είναι ευμετάβλητη και αποκτά τοπικό χαρακτήρα, δημιουργώντας προβλήματα στην καθιέρωση κανόνων στο κυνήγι
της. Θα προσπαθήσουμε μαζί να δούμε παρακάτω, αυτό το ψάρι. Κατ’ αρχάς, δύο βασικές διαπιστώσεις: α) Συναγρίδα θα
πιάσουμε επειδή εκείνη θέλει να πιαστεί, το θέμα είναι να την πείσουμε και β) η συναγρίδα πιάνεται κυρίως με καρτέρι,
αλλά τι σημαίνει καρτέρι είναι κάτι που θα δούμε παρακάτω.
Η συναγρίδα αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο του υποβρύχιου κυνηγιού. Η δυσκολία που έχει το κυνήγι της και η περίεργη συμπεριφορά της έχουν δημιουργήσει ένα πέπλο μυστηρίου γύρω απ’ αυτήν. Είναι γεγονός ότι η συμπεριφορά της είναι ευμετάβλητη και αποκτά τοπικό χαρακτήρα, δημιουργώντας προβλήματα στην καθιέρωση κανόνων στο κυνήγι της. Θα προσπαθήσουμε μαζί να δούμε παρακάτω, αυτό το ψάρι. Κατ’ αρχάς, δύο βασικές διαπιστώσεις: α) Συναγρίδα θα πιάσουμε επειδή εκείνη θέλει να πιαστεί, το θέμα είναι να την πείσουμε και β) η συναγρίδα πιάνεται κυρίως με καρτέρι, αλλά τι σημαίνει καρτέρι είναι κάτι που θα δούμε παρακάτω. Πολλές φορές, συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, μεγάλες συναγρίδες μπαίνουν σε τρύπες για δικούς τους λόγους, πιθανόν για να ζευγαρώσουν, και γίνονται εύκολη λεία. Η συναγρίδα επίσης μπορεί να βραχώσει όταν, τρομαγμένη από το σκάφος που πέρασε κοντά στο χώρο που κυνηγάει, χώνεται σε μεγάλα μονόπετρα της ακτής, αλλά αυτό δεν είναι κανόνας αλλά μέρος της πολύπλευρης συμπεριφοράς που αναπτύσσει το ψάρι. Ξεκινώντας ας αναφερθούμε στους τόπους όπου αρέσκονται να κυκλοφορούν συναγρίδες. Οι ξέρες με τα ρεύματά τους και το μεσοπέλαγο χαρακτήρα τους έρχονται πρώτες στην προτίμηση των ψαριών. Ποιες ξέρες όμως; Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί το εξής: Η σχέση των συναγρίδων με τους ροφούς δεν είναι αμφίδρομη, δηλαδή μπορεί σ’ ένα τόπο πλούσιο σε μαύρα ψάρια να κυκλοφορούν συναγρίδες, αλλά δεν είναι δεδομένο ότι σε τόπο που υπάρχουν συναγρίδες θα υπάρχουν και μαύρα ψάρια. Ψάχνοντας να βρω μια σχέση ανάμεσα στις συναγρίδες και την ποιότητα των ξερών όπου συναντιούνται, κατέληξα ότι τα ψάρια δεν ενδιαφέρονται τόσο για την μορφολογία της ξέρας όσο για την σύγκλιση των ρευμάτων και βασικά όχι τόσο της οριζόντιας κατανομής όσο της κατακόρυφης. Έτσι, υπάρχουν μιναρέδες με πολύ όμορφη κατανομή βυθού, με προσέγγιση σε βαθιά νερά και είναι όμως άδεια από ψάρια, και απλά σηκώματα από τα 35m στα 15-20 που φαίνονται σαν απλοί λοφίσκοι μέσα σε φυκιάδες και όμως έχουν ίσως και πάνω από ένα κοπάδι συναγρίδων. Σκέφτομαι λοιπόν μήπως η αναζήτηση των συναγρίδων έχει τους δικούς της κανόνες, ανεξάρτητους και διαφορετικούς σε σχέση με τα υπόλοιπα ψάρια. Για παράδειγμα, πολυσχιδείς ξέρες με κοφτά νερά, γεμάτες από μαύρα ψάρια, μικρόψαρα και σαργοσηκιούς, ίσως να μην είναι τόσο καλοί ψαρότοποι όσο ένα μικρό σήκωμα κοντά στην ξέρα, μέσα σε μια θάλασσα από φύκια. Όμως, πόσοι δεν σκέφτονται να πάνε στην πρώτη ξέρα όπου μπορεί να συναντήσουν ένα διακριτικό κοπάδι συναγρίδων από όπου δεν θα πάρουν καμιά και θα ρίξουν στους ροφούς και στους σαργοσηκιούς, κάνοντας ένα πετυχημένο ψάρεμα κατ’ αυτούς, και μετά γυρίζοντας θα πουν «μα ένα τόσο όμορφο μέρος και να μην έχει συναγρίδες». Θέλω απλά να τονίσω ότι, όταν πάμε για συναγρίδες πρέπει να ακολουθούμε τους κανόνες που θέτουν τα ίδια τα ψάρια και όχι τους δικούς μας. Αυτή ίσως να είναι και η μεγάλη δυσκολία στο ψάρεμα της συναγρίδας, που πάντα πρέπει να πλαισιώνεται με πολύ υπομονή. Να πω εδώ ότι, αν ο βυθός δεν κάνε σηκώματα ανοικτά από την ακτή, οι συναγρίδες συνωστίζονται πάνω στις κλασικές ξέρες. Ένας ακόμα κλασικός βυθός είναι οι κοφτοί και μακριοί κάβοι, που συμπιέζουν ρεύματα κυρίως από την μια πλευρά, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για απόκρυψη και ένταση του κυνηγιού της συναγρίδας. Φρονώ ότι οι κάβοι είναι ίσως από τα καλύτερα σημεία για τις συναγρίδες καθώς αφθονούν στις ελληνικές ακτές, μπορώ να αλλάξω πολλούς σε κάθε ψάρεμα, έχουν ιδανικές συνθήκες για τα ψάρια, είναι πέρασμα και στάση για όλα τα κοπαδιαστά ψάρια και σε ορισμένους τόπους κυριολεκτικά κάθε ένας απ’ αυτούς έχει και ένα κοπάδι συναγρίδων, προτρέποντάς μας να στηρίξουμε την εξόρμηση αποκλειστικά σ’ αυτό το είδος. Στις μεσοπέλαγες δεν είναι το ίδιο, οι πιθανότητες λιγοστεύουν αλλά απ’ την άλλη είναι πιο ήρεμοι τόποι, ανανεώνονται πιο εύκολα και έχουν την δικιά τους μεσοπέλαγη γοητεία. Τελειώνοντας με τους τόπους, να ξέρετε ότι το χειμώνα τα καλοκαιρινά καρτέρια αδρανούν και υπάρχουν άλλα μέρη που μαζεύουν τις συναγρίδες. Θεωρούμε τώρα ότι έχουμε διαλέξει έναν τόπο που θεωρητικά θα πρέπει να διατηρεί κάποιο κοπάδι συναγρίδες. Πρέπει να θεωρείται δεδομένη η παρουσία τους; Όχι, γιατί υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τα κοπάδια. Πρώτη θέση εδώ κατέχει το ρεύμα. Η ύπαρξή του ή όχι κάθε φορά επηρεάζει τις συναγρίδες και μπορεί να τις διώξει, να τις κάνει νευρικές ή απλά να μην κυνηγάνε. Μετά το ρεύμα, η φάση της σελήνης είναι καθοριστική για την επιτυχία. Θεωρώ ότι και η πανσέληνος και η νέα σελήνη είναι άριστες για το κυνήγι αλλά σε διαφορετικούς τόπους καρτεριών. Πολύ καλές μέρες είναι επίσης εκείνες του πρώτου τετάρτου, καθώς και του τελευταίου τετάρτου, αλλά σε μεσημεριανές ώρες. Μιλώντας για ώρες, πάντα το πρωί είναι το καλύτερο αν και κάπως βάρβαρο, στις μεσοπέλαγες αποδίδει το μεσημέρι 12-3 ή 11-2 ανάλογα την εποχή, ενώ το βραδινό καρτέρι είναι της υπομονής αλλά και το πιο αποδοτικό. Φαντάζομαι ότι το φεγγάρι και η ώρα επηρεάζουν με τις μετακινήσεις των μικρόψαρων την διάθεση αλλά και το χρόνο που τρέφονται τα ψάρια. Είμαι λοιπόν, ολοκληρώνοντας τον προηγούμενο συλλογισμό, σ’ ένα τόπο που έχει συναγρίδες και ευνοϊκές συνθήκες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πάρουμε και ψάρι, ίσα-ίσα τώρα ξεκινάνε όλα. Το πρώτο που πρέπει να ελέγξουμε, είναι το βάθος που βρίσκονται τα ψάρια. Όταν το βρούμε, πρέπει να κρίνουμε αν τη συγκεκριμένη ημέρα είναι μέσα στα επιχειρησιακά μας μέτρα, ώστε με ασφάλεια να τις παλέψουμε. Έστω ότι είναι. Να τονίσω εδώ ότι πολύ χρήσιμη για το σχέδιο μάχης και την κατανόηση της ψυχολογίας τους είναι η εύρεση του θερμοκλινούς και η σχέση του με το κοπάδι. Αν το θερμοκλινές είναι ψηλά, θα κυνηγήσουμε τα ψάρια στο όριό του, σε ρηχά νερά, περιμένοντάς τα από τα ρηχά, παράλληλα με την ακτή ή το κεφάλι της ξέρας. Αν το θερμοκλινές είναι σε μέτρια βάθη, όπου βρίσκεται συνήθως το καλοκαίρι, τα ψάρια κυνηγάν από και προς τα βαθιά με εξορμήσεις γρήγορες, αναγκάζοντάς μας σε πολλά καρτέρια με γωνία προς τα βαθιά και πάντα σε σχέση με τον ήλιο, αλλάζοντας συνεχώς τόπου καρτεριού. Αν το θερμοκλινές βρίσκεται στα βαθιά, πιθανόν να είναι έξω από τα επιχειρησιακά μας μέτρα, οπότε τις χαιρετάμε και επιστρέφουμε λίγο πριν νυχτώσει για μια τελευταία προσπάθεια. Να αναφέρω εδώ ότι οι πλείστες από αυτές τις διαπιστώσεις ισχύουν από τα τέλη Μαΐου μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου. Τον υπόλοιπο καιρό οι συναγρίδες έχουν περίεργη συμπεριφορά, επηρεασμένες μάλλον από το ζευγάρωμα ή το ξαύγωμά τους. Τελειώνοντας μ’ όλους αυτούς τους παράγοντες που επηρεάζουν το κυνήγι της συναγρίδας, πρέπει να απαντήσουμε και στο βασικότερο. Ποια η θέση του καρτεριού; Ποια η θέση μας σε σχέση με τον ήλιο; Έχουμε λοιπόν ένα τόπο και μπροστά μας έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη ενός κοπαδιού συναγρίδων. Κατ’ αρχάς, η θέση του καρτεριού μας πρέπει να έχει τομέα βολής εναρμονισμένο με το όπλο που κρατάμε. Ορατότητα και κάλυψη ικανοποιητική προς την πλευρά των ψαριών. Η θέση που θα διαλέξουμε πρέπει να ωθεί τα ψάρια να περάσουν από μπροστά μας, ή καλύτερα να έχει ορίζοντα τον χώρο στον οποίο θα εισέλθουν τα ψάρια ή θα περάσουν από ‘κει (καρτέρι). Ιδανικοί τόποι, αυτοί που έχουν μεγάλα μονόπετρα σε συνδυασμό με φύκια. Προσέχουμε τον ήλιο ώστε να τον έχουμε πάντα στο πλάι, ώστε να καρτερεύουμε στην σκιά που κυριολεκτικά μας εξαφανίζει από τα ψάρια. Αν μπορούμε να έχουμε τον ήλιο και πλάτη, είναι κάτι που πρέπει να πειραματιστούμε, γιατί κάποιες φορές το άπλετο φως με καλό κρύψιμο έλκει τα ψάρια περισσότερο από το τύφλωμα που προκαλεί ο ήλιος σ’ αυτά. Η θέση μας προς τα ψάρια μπορεί να είναι τελείως αντίθετη απ’ αυτή που περιμένουμε να έρθουν. Κυρίως όμως να είναι υπό γωνία προς και από τα βαθιά, με τον ήλιο στο πλάι. Πρέπει να προσέξουμε ώστε η θέση να είναι στο ίδιο ύψος ή βαθύτερα από τα ψάρια χωρίς όμως να τους δίνει τη δυνατότητα να μας ελέγχουν από μακριά, επειδή αυτό μειώνει την περιέργειά τους. Ένα ανάχωμα, για παράδειγμα, ωθεί τα ψάρια να έρθουν πολύ κοντά για να μας δουν, παρόλο που είμαστε πιο κάτω απ’ αυτά. Αν κινούνται στα μεσόνερα, μια θέση που δεσπόζει στο χώρο θα τα οδηγήσει πιο γρήγορα κοντά μας. Σημασία μεγάλη έχει να μπορέσουμε να βρούμε τον κύκλο των ψαριών. Έχω παρατηρήσει ότι, εκτός από τον κύκλο στην περιοχή που κινούνται κατά την διάρκεια της μέρας, και στον κάθε τόπο που κυνηγάνε ακολουθούμε κυκλική πορεία. Αν μπορέσω να την ανακαλύψω πλεονεκτώ υπερβολικά απέναντί τους. Για παράδειγμα, αν ο κύκλος τους είναι από τα φύκια και μπρος, ή πίσω από ένα χαρακτηριστικό σημείο της αποχής, π.χ. μονόπετρο, θα οδηγηθώ στο μονόπετρο για καρτέρι προς τα φύκια από την πλευρά της σκιάς. Στη δεύτερη περίπτωση, σε κάποιο σημείο ανάμεσα στην αποχή και στο μονόπετρο. Άλλη περίπτωση, σε κοφτά νερά, είναι να μείνω εκτεθειμένος πίσω από κάποιο σκαλοπάτι και να οδηγήσω τα ψάρια σε κατά μέτωπο επίθεση από τα βαθιά. Αν δεν πιάσει, τότε πρέπει να κάτσω παράλληλα με το σκαλοπάτι και να εντοπίσω από πού στρίβουν τα ψάρια για να έρθουν ή να φύγουν από μένα, και ανάλογα να κινηθώ. Βλέπουμε γενικά ότι είναι ατέλειωτοι οι συνδυασμοί περιπτώσεων που μπορούν να τύχουν στο κυνήγι των συναγρίδων που δύσκολα μπορώ να τους καλύψω όλους, πάντως εκεί είναι η θάλασσα, πειραματιστείτε, αναρωτηθείτε, και κάποια στιγμή θα έρθουν τα ψάρια. Υπάρχουν βέβαια και ειδικές περιπτώσεις, όπου υπάρχουν τα ψάρια σε αμμώδη βυθό με κοντό φύκι. Εκεί, αν δεν έχω την δυνατότητα να βρω το σήκωμα από το οποίο έρχονται τα ψάρια, τους κάνω καρτέρια τελείως εκτεθειμένος αλλά χαρακτηριστικά ακίνητος, κρύβοντας το βλέμμα μου. Εδώ ας τονίσω ότι το ψηλό φύκι και ιδιαίτερα η υγιής ποσειδωνία είναι από τα καλύτερα καρτέρια. Έχοντας ένα σωστό καρτέρι και ένα κοπάδι συναγρίδες απέναντί μας που δεν έρχονται, υπάρχουν κάποιοι τρόποι έλξης. Το χαμήλωμα του βλέμματος, η οπισθοχώρηση, κάποιες φυσαλίδες (σε ειδικές περιπτώσεις) η αλλαγή γωνίας καρτεριού και τόπου κατά μήκος της γραμμής των συναγρίδων, κάποιο βαθύτερο καρτέρι μακριά απ’ τα ψάρια, μπορεί να αποδώσουν. Το καλύτερο τέχνασμα πάντως είναι να παραμείνουμε χαλαροί και εντελώς αδιάφοροι για τα ψάρια. Κάτι που προϋποθέτει εμπειρία, χαμένα ψάρια, αλλά και πολλά ψάρια στην ψαροκρεμάστρα. Αλλιώς, όσα και να πούμε για τα ψάρια, τους τόπους, τις ιδανικές συνθήκες, τα καλύτερα καρτέρια, πάνε στον βρόντο αν στην επαφή μαζί τους ανεβάζουμε κατακόρυφα τους παλμούς μας. Βουτήξτε και δουλέψετε, δεν υπάρχουν χρυσές συνταγές, μόνο υπομονή και λεπτομέρειες. Έστω ότι έχουμε καταφέρει να βρούμε το σωστό καρτέρι και έχουμε κερδίσει το κοπάδι που μας δίνει την δυνατότητα να επιχειρήσουμε βολή σε κάποιο ψάρι. Η βολή γίνεται αλλά δεν είναι σε καλό σημείο – συνήθως κοιλιά. Προσπαθώ να συγκρατήσω το ψάρι αλλά όχι δυνατά, ίσα-ίσα αφήνω σχοινί για την άνοδό μου. Το ψάρι συνήθως κεφαλώνει και προσπαθεί να συρθεί στο βυθό, το συγκρατώ ή αν πρέπει να αφήσω σχοινί γιατί η βολή είναι πολύ άσχημη και είναι καλύτερο να βραχώσει, αφήνω λίγο-λίγο ώστε να βραχώσει και να ηρεμήσει γιατί, αν αφήσω ελεύθερο το ψάρι, μόλις μπει κάτω απ’ την πέτρα θα κάνει το παν να απαλλαγεί απ’ τη βέργα μας. Ενώ, αν νιώθει την τάση του σχοινιού κουράζεται ψυχολογικά και πέφτει στο μισό χρόνο. Έτσι κι αλλιώς η συναγρίδα κουράζεται χαρακτηριστικά γρήγορα και όλες αυτές οι κινήσεις αφορούν τα 10-20 πρώτα δευτερόλεπτα, αν αυτά περάσουν έχετε μεγάλες πιθανότητες να πάρετε το ψάρι. Μην τραβάτε ποτέ μια συναγρίδα βραχωμένη, πάντα να τη δευτερώνετε για να τη σιγουρεύετε. Αν πάλι φύγει και βραχώσει σε βάθος μεγάλο, έξω απ’ τις δυνατότητές σας, κατεβείτε μέχρι εκεί που μπορείτε και τραβήξτε στην αντίθετη κατεύθυνση από την είσοδο της τρύπας, είναι πολύ πιθανό και λόγω της ελαστικότητας της βέργας να παταχθεί έξω το ψάρι. Αν παρ’ όλα αυτά το ψάρι σχιστεί, αν είναι κοφτά τα νερά ξεχάστε το γιατί θα πάρει την κατηφόρα και θα βραχώσει πολύ βαθιά, ενώ αν είναι μικρή η γωνία κλίσης του βυθού το ψάρι θα κατέβει στο βυθό και αφού κάνει κάποιους ελιγμούς θα βραχώσει εκεί, παρατήστε τα όλα και πάρτε το στο κατόπι για να προλάβετε να δείτε που θα μπει, μαρκάρετε την τρύπα και πάρτε το όπλο για να το ξανακτυπήσετε. Αν ολιγωρήσετε και χάσετε το ψάρι, καταδυθείτε προς την κατεύθυνση που έφυγε και βρείτε χαρακτηριστικά σημεία. Αν δεν βρείτε, κάντε ψακτήρι κατά μήκος αυτής της κατεύθυνσης, αν βρείτε ψάξτε πρώτα αυτά, ελέγχοντας από τα βαθιά προς τα ρηχά. Πολλές φορές, αν έχει φυκιάδες, το σχισμένο ψάρι χώνεται μέσα στα φύκια και παραμένει ακίνητο. Ένα πλανάρισμα πολύ κοντά στα φύκια είναι αρκετό για να σας δείξει το ψάρι. Ανιχνεύουμε τον βυθό για τυχόν θολούρες από την μετακίνηση του ψαριού ή πολλά μικρόψαρα μαζεμένα κοντά σε μια τρύπα. Αν περάσει λίγη ώρα, στο σημείο θα τρέξουν οι Νηρηίδες και θα δείξουν την κατεύθυνση. Πάντως, η ιχνηλασία σχισμένης συναγρίδας είναι αρκετά δύσκολη, ειδικά αν την χάσουμε απ’ τα μάτια μας, εύχομαι να μην σας τύχει ποτέ. Τελειώνοντας, να αναφέρω μερικά πράγματα για τον εξοπλισμό. Φυσικά ο εξοπλισμός πρέπει να είναι τέλειος, εύχρηστος, λειτουργικός και απλός. Επίσης, επειδή θα κινηθούμε σε κάποια βάθη μεγάλα, και ειδικός για ελεύθερη κατάδυση. Οπότε, μακριά πτερύγια, ταιριασμένα με τον σωματότυπο και το βάθος που θα κινηθούμε, μάσκα μικρού όγκου, φαρδύς αναπνευστήρας, άνετη στολή και ζεστή, λίγα βάρη (πάντα στο βαθύ καρτέρι). Η σημαδούρα που πάντα υπάρχει, θα είναι ποντισμένη προς τα ρηχά αν τα ψάρια είναι βαθιά. Προς τα βαθιά, αν τα ψάρια είναι ρηχά. Λίγα λόγια τώρα για τα ψαροτούφεκα. Χρειαζόμαστε δυνατά, εύχρηστα, ακριβή και γρήγορα όπλα. Για τα περισσότερα καρτέρια, ένα 100άρι με διπλά και 6,5 δίφτερη ή κοντύτερη 7αρα δίφτερη είναι η καλύτερη λύση. Αν προτιμήσουμε μονόφτερη, τότε μεγάλη απόσταση φτερού μύτης και φτερό πάνω από 6mm. Μεγάλη προσοχή στην βέργα και στην αιχμή της. Τα λάστιχα δυνατά, με μεγάλες ταχύτητες για το βασιλιά της αντίδρασης στη θάλασσα. Καλή γνώση του όπλου και κυρίως των ορίων της βολής του είναι απαραίτητη. Το 100άρι συνδυάζει ευελιξία-κρύψιμο-δύναμη και είναι προτιμότερο, εκτός από την περίπτωση που τα ψάρια περνούν μακριά και είναι σε κοφτά νερά. Κάνοντας ένα καρτέρι παραμένοντας ακίνητος, περιμένω τα ψάρια σε μεγάλη απόσταση αλλά στα όρια ενός όπλου 110-120 cm. Προσοχή, αυτό το όπλο θα είναι ιδιαίτερα δυνατό με 2 20άρια και χοντρές βέργες, αλλά θα πρέπει να παραμένει ακίνητο. Δηλαδή, από αυτό το όπλο που μπορεί να το αφήσω και κάτω από καρτέρι σε καρτέρι, περιμένω χωρίς καμιά κίνηση να περάσει η συναγρίδα από μπροστά του. Δεν κινείται σε καμιά περίπτωση και ρίχνει κατά μέτωπο, ή σε υποψία εισόδου του ψαριού στο βεληνεκές του. Το μουλινέ πάντα με φρακαρισμένες τις τελευταίες σπείρες, ώστε να αποφευχθεί το ακανόνιστο ξετύλιγμα και πιθανότατα το μπέρδεμα στο τύμπανο. Μια παρατήρηση όμως, στα κοφτά νερά το μουλινέ πάντα σφιγμένο. Στα κοφτά νερά οι συναγρίδες μετά το χτύπημα φεύγουν για τα βαθιά και βραχώνουν συνήθως κάτω από τα 30m. Για να το αποφύγω αυτό φρακάρω το μουλινέ, αγαντάρω το ψάρι για μερικά μέτρα και μόνο αν δω ότι είναι άσχημα κτυπημένο ελευθερώνω λίγο το μουλινέ, περιμένοντας να κουραστεί το ψάρι, κρατώντας το μακριά από τις πέτρες. Το μακρύ όπλο θα το χρησιμοποιήσω και στο κτύπημα της συναγρίδας με πλανάρισμα. Συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, τα ψάρια κάθονται πάνω στην άμμο και είναι δυσκίνητα. Επίσης, τα φαγωμένα ή φοβισμένα ψάρια κάθονται ακίνητα στο βυθό, ανάμεσα από πέτρες και φύκια. Στα πολύ βαθιά, οι συναγρίδες δέχονται το πλανάρισμα σαν σαργοί. Τότε, με αυτό το δυνατό όπλο έχω την δυνατότητα να πάρω κάποιο από τα ψάρια. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να προσέξω να πάω στο ψάρι από την πλευρά των βαθιών νερών, για να το εγκλωβίσω στη θέση του. Ενώ στην δεύτερη, απλά, χαλαρά, με οδηγό το όπλο, γίνομαι όλος ένα βέλος που κατευθύνεται στην συναγρίδα και την κατάλληλη στιγμή κάνω την βολή. Έτσι απλά μπορείτε να πάρετε συνήθως πολύ μεγάλα ψάρια. Προσπάθησα να μεταφέρω όσο μπορώ περισσότερα στοιχεία για την συναγρίδα και ίσως σε βάρος της έκτασης που απαιτεί το καθένα, όπότε επιφυλάσσομαι. Ελπίζοντας ότι βοήθησα, σας εύχομαι καλή επιστροφή!! Ψαροτούφεκο τεύχος 59 / 08-09-2008 του Γιώργου Κουτσούγερα πηγη http://www.e-breathless.com/arthra/psarotoupheko/sunagrida-parametroi-epitukhias-karteri-ikhnelasia-exoplismos.html
Η συναγρίδα αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο του υποβρύχιου κυνηγιού. Η δυσκολία που έχει το κυνήγι της και η περίεργη συμπεριφορά της έχουν δημιουργήσει ένα πέπλο μυστηρίου γύρω απ’ αυτήν. Είναι γεγονός ότι η συμπεριφορά της είναι ευμετάβλητη και αποκτά τοπικό χαρακτήρα, δημιουργώντας προβλήματα στην καθιέρωση κανόνων στο κυνήγι της. Θα προσπαθήσουμε μαζί να δούμε παρακάτω, αυτό το ψάρι. Κατ’ αρχάς, δύο βασικές διαπιστώσεις: α) Συναγρίδα θα πιάσουμε επειδή εκείνη θέλει να πιαστεί, το θέμα είναι να την πείσουμε και β) η συναγρίδα πιάνεται κυρίως με καρτέρι, αλλά τι σημαίνει καρτέρι είναι κάτι που θα δούμε παρακάτω. Πολλές φορές, συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, μεγάλες συναγρίδες μπαίνουν σε τρύπες για δικούς τους λόγους, πιθανόν για να ζευγαρώσουν, και γίνονται εύκολη λεία. Η συναγρίδα επίσης μπορεί να βραχώσει όταν, τρομαγμένη από το σκάφος που πέρασε κοντά στο χώρο που κυνηγάει, χώνεται σε μεγάλα μονόπετρα της ακτής, αλλά αυτό δεν είναι κανόνας αλλά μέρος της πολύπλευρης συμπεριφοράς που αναπτύσσει το ψάρι. Ξεκινώντας ας αναφερθούμε στους τόπους όπου αρέσκονται να κυκλοφορούν συναγρίδες. Οι ξέρες με τα ρεύματά τους και το μεσοπέλαγο χαρακτήρα τους έρχονται πρώτες στην προτίμηση των ψαριών. Ποιες ξέρες όμως; Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί το εξής: Η σχέση των συναγρίδων με τους ροφούς δεν είναι αμφίδρομη, δηλαδή μπορεί σ’ ένα τόπο πλούσιο σε μαύρα ψάρια να κυκλοφορούν συναγρίδες, αλλά δεν είναι δεδομένο ότι σε τόπο που υπάρχουν συναγρίδες θα υπάρχουν και μαύρα ψάρια. Ψάχνοντας να βρω μια σχέση ανάμεσα στις συναγρίδες και την ποιότητα των ξερών όπου συναντιούνται, κατέληξα ότι τα ψάρια δεν ενδιαφέρονται τόσο για την μορφολογία της ξέρας όσο για την σύγκλιση των ρευμάτων και βασικά όχι τόσο της οριζόντιας κατανομής όσο της κατακόρυφης. Έτσι, υπάρχουν μιναρέδες με πολύ όμορφη κατανομή βυθού, με προσέγγιση σε βαθιά νερά και είναι όμως άδεια από ψάρια, και απλά σηκώματα από τα 35m στα 15-20 που φαίνονται σαν απλοί λοφίσκοι μέσα σε φυκιάδες και όμως έχουν ίσως και πάνω από ένα κοπάδι συναγρίδων. Σκέφτομαι λοιπόν μήπως η αναζήτηση των συναγρίδων έχει τους δικούς της κανόνες, ανεξάρτητους και διαφορετικούς σε σχέση με τα υπόλοιπα ψάρια. Για παράδειγμα, πολυσχιδείς ξέρες με κοφτά νερά, γεμάτες από μαύρα ψάρια, μικρόψαρα και σαργοσηκιούς, ίσως να μην είναι τόσο καλοί ψαρότοποι όσο ένα μικρό σήκωμα κοντά στην ξέρα, μέσα σε μια θάλασσα από φύκια. Όμως, πόσοι δεν σκέφτονται να πάνε στην πρώτη ξέρα όπου μπορεί να συναντήσουν ένα διακριτικό κοπάδι συναγρίδων από όπου δεν θα πάρουν καμιά και θα ρίξουν στους ροφούς και στους σαργοσηκιούς, κάνοντας ένα πετυχημένο ψάρεμα κατ’ αυτούς, και μετά γυρίζοντας θα πουν «μα ένα τόσο όμορφο μέρος και να μην έχει συναγρίδες». Θέλω απλά να τονίσω ότι, όταν πάμε για συναγρίδες πρέπει να ακολουθούμε τους κανόνες που θέτουν τα ίδια τα ψάρια και όχι τους δικούς μας. Αυτή ίσως να είναι και η μεγάλη δυσκολία στο ψάρεμα της συναγρίδας, που πάντα πρέπει να πλαισιώνεται με πολύ υπομονή. Να πω εδώ ότι, αν ο βυθός δεν κάνε σηκώματα ανοικτά από την ακτή, οι συναγρίδες συνωστίζονται πάνω στις κλασικές ξέρες. Ένας ακόμα κλασικός βυθός είναι οι κοφτοί και μακριοί κάβοι, που συμπιέζουν ρεύματα κυρίως από την μια πλευρά, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για απόκρυψη και ένταση του κυνηγιού της συναγρίδας. Φρονώ ότι οι κάβοι είναι ίσως από τα καλύτερα σημεία για τις συναγρίδες καθώς αφθονούν στις ελληνικές ακτές, μπορώ να αλλάξω πολλούς σε κάθε ψάρεμα, έχουν ιδανικές συνθήκες για τα ψάρια, είναι πέρασμα και στάση για όλα τα κοπαδιαστά ψάρια και σε ορισμένους τόπους κυριολεκτικά κάθε ένας απ’ αυτούς έχει και ένα κοπάδι συναγρίδων, προτρέποντάς μας να στηρίξουμε την εξόρμηση αποκλειστικά σ’ αυτό το είδος. Στις μεσοπέλαγες δεν είναι το ίδιο, οι πιθανότητες λιγοστεύουν αλλά απ’ την άλλη είναι πιο ήρεμοι τόποι, ανανεώνονται πιο εύκολα και έχουν την δικιά τους μεσοπέλαγη γοητεία. Τελειώνοντας με τους τόπους, να ξέρετε ότι το χειμώνα τα καλοκαιρινά καρτέρια αδρανούν και υπάρχουν άλλα μέρη που μαζεύουν τις συναγρίδες. Θεωρούμε τώρα ότι έχουμε διαλέξει έναν τόπο που θεωρητικά θα πρέπει να διατηρεί κάποιο κοπάδι συναγρίδες. Πρέπει να θεωρείται δεδομένη η παρουσία τους; Όχι, γιατί υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τα κοπάδια. Πρώτη θέση εδώ κατέχει το ρεύμα. Η ύπαρξή του ή όχι κάθε φορά επηρεάζει τις συναγρίδες και μπορεί να τις διώξει, να τις κάνει νευρικές ή απλά να μην κυνηγάνε. Μετά το ρεύμα, η φάση της σελήνης είναι καθοριστική για την επιτυχία. Θεωρώ ότι και η πανσέληνος και η νέα σελήνη είναι άριστες για το κυνήγι αλλά σε διαφορετικούς τόπους καρτεριών. Πολύ καλές μέρες είναι επίσης εκείνες του πρώτου τετάρτου, καθώς και του τελευταίου τετάρτου, αλλά σε μεσημεριανές ώρες. Μιλώντας για ώρες, πάντα το πρωί είναι το καλύτερο αν και κάπως βάρβαρο, στις μεσοπέλαγες αποδίδει το μεσημέρι 12-3 ή 11-2 ανάλογα την εποχή, ενώ το βραδινό καρτέρι είναι της υπομονής αλλά και το πιο αποδοτικό. Φαντάζομαι ότι το φεγγάρι και η ώρα επηρεάζουν με τις μετακινήσεις των μικρόψαρων την διάθεση αλλά και το χρόνο που τρέφονται τα ψάρια. Είμαι λοιπόν, ολοκληρώνοντας τον προηγούμενο συλλογισμό, σ’ ένα τόπο που έχει συναγρίδες και ευνοϊκές συνθήκες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πάρουμε και ψάρι, ίσα-ίσα τώρα ξεκινάνε όλα. Το πρώτο που πρέπει να ελέγξουμε, είναι το βάθος που βρίσκονται τα ψάρια. Όταν το βρούμε, πρέπει να κρίνουμε αν τη συγκεκριμένη ημέρα είναι μέσα στα επιχειρησιακά μας μέτρα, ώστε με ασφάλεια να τις παλέψουμε. Έστω ότι είναι. Να τονίσω εδώ ότι πολύ χρήσιμη για το σχέδιο μάχης και την κατανόηση της ψυχολογίας τους είναι η εύρεση του θερμοκλινούς και η σχέση του με το κοπάδι. Αν το θερμοκλινές είναι ψηλά, θα κυνηγήσουμε τα ψάρια στο όριό του, σε ρηχά νερά, περιμένοντάς τα από τα ρηχά, παράλληλα με την ακτή ή το κεφάλι της ξέρας. Αν το θερμοκλινές είναι σε μέτρια βάθη, όπου βρίσκεται συνήθως το καλοκαίρι, τα ψάρια κυνηγάν από και προς τα βαθιά με εξορμήσεις γρήγορες, αναγκάζοντάς μας σε πολλά καρτέρια με γωνία προς τα βαθιά και πάντα σε σχέση με τον ήλιο, αλλάζοντας συνεχώς τόπου καρτεριού. Αν το θερμοκλινές βρίσκεται στα βαθιά, πιθανόν να είναι έξω από τα επιχειρησιακά μας μέτρα, οπότε τις χαιρετάμε και επιστρέφουμε λίγο πριν νυχτώσει για μια τελευταία προσπάθεια. Να αναφέρω εδώ ότι οι πλείστες από αυτές τις διαπιστώσεις ισχύουν από τα τέλη Μαΐου μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου. Τον υπόλοιπο καιρό οι συναγρίδες έχουν περίεργη συμπεριφορά, επηρεασμένες μάλλον από το ζευγάρωμα ή το ξαύγωμά τους. Τελειώνοντας μ’ όλους αυτούς τους παράγοντες που επηρεάζουν το κυνήγι της συναγρίδας, πρέπει να απαντήσουμε και στο βασικότερο. Ποια η θέση του καρτεριού; Ποια η θέση μας σε σχέση με τον ήλιο; Έχουμε λοιπόν ένα τόπο και μπροστά μας έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη ενός κοπαδιού συναγρίδων. Κατ’ αρχάς, η θέση του καρτεριού μας πρέπει να έχει τομέα βολής εναρμονισμένο με το όπλο που κρατάμε. Ορατότητα και κάλυψη ικανοποιητική προς την πλευρά των ψαριών. Η θέση που θα διαλέξουμε πρέπει να ωθεί τα ψάρια να περάσουν από μπροστά μας, ή καλύτερα να έχει ορίζοντα τον χώρο στον οποίο θα εισέλθουν τα ψάρια ή θα περάσουν από ‘κει (καρτέρι). Ιδανικοί τόποι, αυτοί που έχουν μεγάλα μονόπετρα σε συνδυασμό με φύκια. Προσέχουμε τον ήλιο ώστε να τον έχουμε πάντα στο πλάι, ώστε να καρτερεύουμε στην σκιά που κυριολεκτικά μας εξαφανίζει από τα ψάρια. Αν μπορούμε να έχουμε τον ήλιο και πλάτη, είναι κάτι που πρέπει να πειραματιστούμε, γιατί κάποιες φορές το άπλετο φως με καλό κρύψιμο έλκει τα ψάρια περισσότερο από το τύφλωμα που προκαλεί ο ήλιος σ’ αυτά. Η θέση μας προς τα ψάρια μπορεί να είναι τελείως αντίθετη απ’ αυτή που περιμένουμε να έρθουν. Κυρίως όμως να είναι υπό γωνία προς και από τα βαθιά, με τον ήλιο στο πλάι. Πρέπει να προσέξουμε ώστε η θέση να είναι στο ίδιο ύψος ή βαθύτερα από τα ψάρια χωρίς όμως να τους δίνει τη δυνατότητα να μας ελέγχουν από μακριά, επειδή αυτό μειώνει την περιέργειά τους. Ένα ανάχωμα, για παράδειγμα, ωθεί τα ψάρια να έρθουν πολύ κοντά για να μας δουν, παρόλο που είμαστε πιο κάτω απ’ αυτά. Αν κινούνται στα μεσόνερα, μια θέση που δεσπόζει στο χώρο θα τα οδηγήσει πιο γρήγορα κοντά μας. Σημασία μεγάλη έχει να μπορέσουμε να βρούμε τον κύκλο των ψαριών. Έχω παρατηρήσει ότι, εκτός από τον κύκλο στην περιοχή που κινούνται κατά την διάρκεια της μέρας, και στον κάθε τόπο που κυνηγάνε ακολουθούμε κυκλική πορεία. Αν μπορέσω να την ανακαλύψω πλεονεκτώ υπερβολικά απέναντί τους. Για παράδειγμα, αν ο κύκλος τους είναι από τα φύκια και μπρος, ή πίσω από ένα χαρακτηριστικό σημείο της αποχής, π.χ. μονόπετρο, θα οδηγηθώ στο μονόπετρο για καρτέρι προς τα φύκια από την πλευρά της σκιάς. Στη δεύτερη περίπτωση, σε κάποιο σημείο ανάμεσα στην αποχή και στο μονόπετρο. Άλλη περίπτωση, σε κοφτά νερά, είναι να μείνω εκτεθειμένος πίσω από κάποιο σκαλοπάτι και να οδηγήσω τα ψάρια σε κατά μέτωπο επίθεση από τα βαθιά. Αν δεν πιάσει, τότε πρέπει να κάτσω παράλληλα με το σκαλοπάτι και να εντοπίσω από πού στρίβουν τα ψάρια για να έρθουν ή να φύγουν από μένα, και ανάλογα να κινηθώ. Βλέπουμε γενικά ότι είναι ατέλειωτοι οι συνδυασμοί περιπτώσεων που μπορούν να τύχουν στο κυνήγι των συναγρίδων που δύσκολα μπορώ να τους καλύψω όλους, πάντως εκεί είναι η θάλασσα, πειραματιστείτε, αναρωτηθείτε, και κάποια στιγμή θα έρθουν τα ψάρια. Υπάρχουν βέβαια και ειδικές περιπτώσεις, όπου υπάρχουν τα ψάρια σε αμμώδη βυθό με κοντό φύκι. Εκεί, αν δεν έχω την δυνατότητα να βρω το σήκωμα από το οποίο έρχονται τα ψάρια, τους κάνω καρτέρια τελείως εκτεθειμένος αλλά χαρακτηριστικά ακίνητος, κρύβοντας το βλέμμα μου. Εδώ ας τονίσω ότι το ψηλό φύκι και ιδιαίτερα η υγιής ποσειδωνία είναι από τα καλύτερα καρτέρια. Έχοντας ένα σωστό καρτέρι και ένα κοπάδι συναγρίδες απέναντί μας που δεν έρχονται, υπάρχουν κάποιοι τρόποι έλξης. Το χαμήλωμα του βλέμματος, η οπισθοχώρηση, κάποιες φυσαλίδες (σε ειδικές περιπτώσεις) η αλλαγή γωνίας καρτεριού και τόπου κατά μήκος της γραμμής των συναγρίδων, κάποιο βαθύτερο καρτέρι μακριά απ’ τα ψάρια, μπορεί να αποδώσουν. Το καλύτερο τέχνασμα πάντως είναι να παραμείνουμε χαλαροί και εντελώς αδιάφοροι για τα ψάρια. Κάτι που προϋποθέτει εμπειρία, χαμένα ψάρια, αλλά και πολλά ψάρια στην ψαροκρεμάστρα. Αλλιώς, όσα και να πούμε για τα ψάρια, τους τόπους, τις ιδανικές συνθήκες, τα καλύτερα καρτέρια, πάνε στον βρόντο αν στην επαφή μαζί τους ανεβάζουμε κατακόρυφα τους παλμούς μας. Βουτήξτε και δουλέψετε, δεν υπάρχουν χρυσές συνταγές, μόνο υπομονή και λεπτομέρειες. Έστω ότι έχουμε καταφέρει να βρούμε το σωστό καρτέρι και έχουμε κερδίσει το κοπάδι που μας δίνει την δυνατότητα να επιχειρήσουμε βολή σε κάποιο ψάρι. Η βολή γίνεται αλλά δεν είναι σε καλό σημείο – συνήθως κοιλιά. Προσπαθώ να συγκρατήσω το ψάρι αλλά όχι δυνατά, ίσα-ίσα αφήνω σχοινί για την άνοδό μου. Το ψάρι συνήθως κεφαλώνει και προσπαθεί να συρθεί στο βυθό, το συγκρατώ ή αν πρέπει να αφήσω σχοινί γιατί η βολή είναι πολύ άσχημη και είναι καλύτερο να βραχώσει, αφήνω λίγο-λίγο ώστε να βραχώσει και να ηρεμήσει γιατί, αν αφήσω ελεύθερο το ψάρι, μόλις μπει κάτω απ’ την πέτρα θα κάνει το παν να απαλλαγεί απ’ τη βέργα μας. Ενώ, αν νιώθει την τάση του σχοινιού κουράζεται ψυχολογικά και πέφτει στο μισό χρόνο. Έτσι κι αλλιώς η συναγρίδα κουράζεται χαρακτηριστικά γρήγορα και όλες αυτές οι κινήσεις αφορούν τα 10-20 πρώτα δευτερόλεπτα, αν αυτά περάσουν έχετε μεγάλες πιθανότητες να πάρετε το ψάρι. Μην τραβάτε ποτέ μια συναγρίδα βραχωμένη, πάντα να τη δευτερώνετε για να τη σιγουρεύετε. Αν πάλι φύγει και βραχώσει σε βάθος μεγάλο, έξω απ’ τις δυνατότητές σας, κατεβείτε μέχρι εκεί που μπορείτε και τραβήξτε στην αντίθετη κατεύθυνση από την είσοδο της τρύπας, είναι πολύ πιθανό και λόγω της ελαστικότητας της βέργας να παταχθεί έξω το ψάρι. Αν παρ’ όλα αυτά το ψάρι σχιστεί, αν είναι κοφτά τα νερά ξεχάστε το γιατί θα πάρει την κατηφόρα και θα βραχώσει πολύ βαθιά, ενώ αν είναι μικρή η γωνία κλίσης του βυθού το ψάρι θα κατέβει στο βυθό και αφού κάνει κάποιους ελιγμούς θα βραχώσει εκεί, παρατήστε τα όλα και πάρτε το στο κατόπι για να προλάβετε να δείτε που θα μπει, μαρκάρετε την τρύπα και πάρτε το όπλο για να το ξανακτυπήσετε. Αν ολιγωρήσετε και χάσετε το ψάρι, καταδυθείτε προς την κατεύθυνση που έφυγε και βρείτε χαρακτηριστικά σημεία. Αν δεν βρείτε, κάντε ψακτήρι κατά μήκος αυτής της κατεύθυνσης, αν βρείτε ψάξτε πρώτα αυτά, ελέγχοντας από τα βαθιά προς τα ρηχά. Πολλές φορές, αν έχει φυκιάδες, το σχισμένο ψάρι χώνεται μέσα στα φύκια και παραμένει ακίνητο. Ένα πλανάρισμα πολύ κοντά στα φύκια είναι αρκετό για να σας δείξει το ψάρι. Ανιχνεύουμε τον βυθό για τυχόν θολούρες από την μετακίνηση του ψαριού ή πολλά μικρόψαρα μαζεμένα κοντά σε μια τρύπα. Αν περάσει λίγη ώρα, στο σημείο θα τρέξουν οι Νηρηίδες και θα δείξουν την κατεύθυνση. Πάντως, η ιχνηλασία σχισμένης συναγρίδας είναι αρκετά δύσκολη, ειδικά αν την χάσουμε απ’ τα μάτια μας, εύχομαι να μην σας τύχει ποτέ. Τελειώνοντας, να αναφέρω μερικά πράγματα για τον εξοπλισμό. Φυσικά ο εξοπλισμός πρέπει να είναι τέλειος, εύχρηστος, λειτουργικός και απλός. Επίσης, επειδή θα κινηθούμε σε κάποια βάθη μεγάλα, και ειδικός για ελεύθερη κατάδυση. Οπότε, μακριά πτερύγια, ταιριασμένα με τον σωματότυπο και το βάθος που θα κινηθούμε, μάσκα μικρού όγκου, φαρδύς αναπνευστήρας, άνετη στολή και ζεστή, λίγα βάρη (πάντα στο βαθύ καρτέρι). Η σημαδούρα που πάντα υπάρχει, θα είναι ποντισμένη προς τα ρηχά αν τα ψάρια είναι βαθιά. Προς τα βαθιά, αν τα ψάρια είναι ρηχά. Λίγα λόγια τώρα για τα ψαροτούφεκα. Χρειαζόμαστε δυνατά, εύχρηστα, ακριβή και γρήγορα όπλα. Για τα περισσότερα καρτέρια, ένα 100άρι με διπλά και 6,5 δίφτερη ή κοντύτερη 7αρα δίφτερη είναι η καλύτερη λύση. Αν προτιμήσουμε μονόφτερη, τότε μεγάλη απόσταση φτερού μύτης και φτερό πάνω από 6mm. Μεγάλη προσοχή στην βέργα και στην αιχμή της. Τα λάστιχα δυνατά, με μεγάλες ταχύτητες για το βασιλιά της αντίδρασης στη θάλασσα. Καλή γνώση του όπλου και κυρίως των ορίων της βολής του είναι απαραίτητη. Το 100άρι συνδυάζει ευελιξία-κρύψιμο-δύναμη και είναι προτιμότερο, εκτός από την περίπτωση που τα ψάρια περνούν μακριά και είναι σε κοφτά νερά. Κάνοντας ένα καρτέρι παραμένοντας ακίνητος, περιμένω τα ψάρια σε μεγάλη απόσταση αλλά στα όρια ενός όπλου 110-120 cm. Προσοχή, αυτό το όπλο θα είναι ιδιαίτερα δυνατό με 2 20άρια και χοντρές βέργες, αλλά θα πρέπει να παραμένει ακίνητο. Δηλαδή, από αυτό το όπλο που μπορεί να το αφήσω και κάτω από καρτέρι σε καρτέρι, περιμένω χωρίς καμιά κίνηση να περάσει η συναγρίδα από μπροστά του. Δεν κινείται σε καμιά περίπτωση και ρίχνει κατά μέτωπο, ή σε υποψία εισόδου του ψαριού στο βεληνεκές του. Το μουλινέ πάντα με φρακαρισμένες τις τελευταίες σπείρες, ώστε να αποφευχθεί το ακανόνιστο ξετύλιγμα και πιθανότατα το μπέρδεμα στο τύμπανο. Μια παρατήρηση όμως, στα κοφτά νερά το μουλινέ πάντα σφιγμένο. Στα κοφτά νερά οι συναγρίδες μετά το χτύπημα φεύγουν για τα βαθιά και βραχώνουν συνήθως κάτω από τα 30m. Για να το αποφύγω αυτό φρακάρω το μουλινέ, αγαντάρω το ψάρι για μερικά μέτρα και μόνο αν δω ότι είναι άσχημα κτυπημένο ελευθερώνω λίγο το μουλινέ, περιμένοντας να κουραστεί το ψάρι, κρατώντας το μακριά από τις πέτρες. Το μακρύ όπλο θα το χρησιμοποιήσω και στο κτύπημα της συναγρίδας με πλανάρισμα. Συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, τα ψάρια κάθονται πάνω στην άμμο και είναι δυσκίνητα. Επίσης, τα φαγωμένα ή φοβισμένα ψάρια κάθονται ακίνητα στο βυθό, ανάμεσα από πέτρες και φύκια. Στα πολύ βαθιά, οι συναγρίδες δέχονται το πλανάρισμα σαν σαργοί. Τότε, με αυτό το δυνατό όπλο έχω την δυνατότητα να πάρω κάποιο από τα ψάρια. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να προσέξω να πάω στο ψάρι από την πλευρά των βαθιών νερών, για να το εγκλωβίσω στη θέση του. Ενώ στην δεύτερη, απλά, χαλαρά, με οδηγό το όπλο, γίνομαι όλος ένα βέλος που κατευθύνεται στην συναγρίδα και την κατάλληλη στιγμή κάνω την βολή. Έτσι απλά μπορείτε να πάρετε συνήθως πολύ μεγάλα ψάρια. Προσπάθησα να μεταφέρω όσο μπορώ περισσότερα στοιχεία για την συναγρίδα και ίσως σε βάρος της έκτασης που απαιτεί το καθένα, όπότε επιφυλάσσομαι. Ελπίζοντας ότι βοήθησα, σας εύχομαι καλή επιστροφή!! Ψαροτούφεκο τεύχος 59 / 08-09-2008 του Γιώργου Κουτσούγερα πηγη http://www.e-breathless.com/arthra/psarotoupheko/sunagrida-parametroi-epitukhias-karteri-ikhnelasia-exoplismos.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου