Ενα ψάρι, όπως παλιά
Το ανεπαίσθητο ρίγος της περιέργειας και της ενδόμυχης αίσθησης υπεροχής διέτρεχε σύγκορμη την πίγκα, κι ήταν εκείνο που την έσπρωχνε σαν βέλος προς την κρύπτη μου. Κινούνται ιδιαίτερα αυτά τα ψάρια, δεν πεταλουδίζουν σαν τους ροφούς, δεν προχωρούν σεινάμενες-κουνάμενες όπως οι στήρες, αυτός ο αδιόρατος δελφινισμός είναι ο τρόπος προώθησής τους. Θα ερχόταν γρήγορα, αποφάσισα. Δεν θα τα παράταγα αν δεν έβλεπα αστράκια.
Eίδα το βλέμμα της να με περιεργάζεται μέσα από τη θολούρα που είχαν σηκώσει τα πτερύγιά μου. Δεν ένιωθε καθόλου φόβο, της έδινε σιγουριά ο όγκος της και αναθάρρευε που με έβλεπε ζαρωμένο να της κρύβομαι. Ηταν ήδη πάρα πολύ κοντά όταν άρχισε να στρίβει, χωρίς καμιά διάθεση να τιναχτεί μακριά. Ημουν σίγουρος ότι αν άπλωνα το χέρι θα αφηνόταν να την αγγίξω..
Η συγκεκριμένη πίγκα πιάστηκε σε τόπο βαθύ και χαμένο στο πουθενά της Ποσειδωνίας. Πιθανόν να ήμουν ο πρώτος που τον ψάρεψε. Αυτό ερμηνεύει τη μάλλον ανέμελη συμπεριφορά της.
Αντέδρασε έντονα περασμένη στην πετονιά. Δεν την άφησα να βραχώσει, δεν ήθελα να ξαναβουτήξω εκεί. Αφησε τη λεία της στην επιφάνεια: σαρδέλα.
Ολα είχαν ξεκινήσει σωστά με αυτό το ψάρι, εξελίχθηκαν εντελώς στραβά, αλλά το τέλος υπήρξε απροσδόκητα πετυχημένο.
Είχα δει ένα μονόπετρο μέσα στα φύκια. Κατεβαίνοντας είδα κι άλλα, τριγύρω και βαθύτερα, ήταν τόπος. Επέλεξα τον βράχο που θα ενέδρευα και πλανάρισα προς τα εκεί χωρίς κίνηση, σαν πίγκα. Είδα το μεγάλο μαύρο ψάρι να κινείται προς τον ίδιο βράχο, με τον ίδιο τρόπο. Θα συναντιόμασταν εκεί; Ηταν πολύ ωραίο για να βγει αληθινό, το ψάρι έστριψε και χάθηκε αργά στο μπλε. Εκατσα στον βράχο απογοητευμένος.
«Οι πίγκες όταν φύγουν, φύγανε», σκεφτόμουν. Ομως, τρία μέτρα μπροστά μου, ένα κοπάδι σηκιών ξεμύτισε και στάθηκε πάνω από το θαλάμι τους. Μεγάλοι παντελήδες, πάνω από ένα κιλό. Περίμενα δύο από αυτούς να διασταυρωθούν, αν τους έπιανα μαζί θα μετριαζόταν η απώλεια της πίγκας. Εριξα, κι η βέργα σφύριξε πάνω από τη ράχη τους. Αλίμονο, μου έμελλε να 'φευγα χωρίς λέπι από ένα μέρος που δεν είχε ψαρευτεί ποτέ. Κάτι με έτρωγε όμως, κι ήθελα να έκανα μια τελευταία προσπάθεια. Δεν το πολυπίστευα και δεν προετοίμασα καλά τη βουτιά. Φτάνοντας στον βράχο ένιωθα ένα μικρό σφίξιμο, που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Είδα την πίγκα να απομακρύνεται αργά. Κρύφτηκα καλύτερα και την κάλεσα με ένα λαρυγγισμό. Σταμάτησε, γύρισε, ήρθε.
Την κράτησα στα χέρια μου κι ήταν το ψάρι «ένα φιλί της θάλασσας, της αφροστολισμένης».. Κι ήταν ταυτόχρονα «το όνειρο που χάνεται, που πάει και δεν γυρίζει».
Παρόλα αυτά, έφυγα από τον ψαρότοπο πλήρης. Σκεφτόμουν αυτό το είδος, που σχεδόν δεν πιάνεται πια, αν και ευημερεί ως προς τα μεγέθη και τον πληθυσμό. Τη δεκαετία του '80, αγνοώντας εντελώς τις τεχνικές της ενέδρας, ήταν το κύριο θήραμά μου. Κινούνταν στη ζώνη των 20 μ. κι αν βουτούσα από βαθιά τις κατεύθυνα προς τα ρηχά όπου εξαναγκάζονταν να βραχώσουν πρόχειρα. Λίγο αργότερα, ήταν και πάλι ο πρωταγωνιστής των πρώτων καρτεριών, ένα μάλλον εύκολο ψάρι. Οπως και η στήρα εξάλλου.
Ομως αντίθετα από τη στήρα που συχνά-πυκνά θα έρθει στο πόστο, ή θα καμφθεί από μια προσέγγιση με έρπειν, η πίγκα πλέον, σε τόπους με συχνή παρουσία ψαροκυνηγών, είναι αδύνατο να πιαστεί. Βλέπω σε τόπο που τις έβλεπα από το '90, το ίδιο κοπάδι πολλών και μεγάλων ψαριών. Ομως, εκεί που κάποτε πήγαινα κι έπιανα ένα ψάρι όποτε ήθελα, σήμερα μόνο αν συντρέξουν ιδανικές συνθήκες, και γίνουν όλα άψογα, μπορεί κανείς να έχει ίσως μια ευκαιρία. Επί της ουσίας, τα ψάρια έμαθαν και αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο βαθαίνοντας πολύ. Δεν τρυπώνουν ούτε στις πέτρες που απλώνονται μετά τα 40 μ.
Η συγκεκριμένη πίγκα πιάστηκε σε τόπο βαθύ και χαμένο στο πουθενά της Ποσειδωνίας.
Πιθανόν να ήμουν ο πρώτος που τον ψάρεψε. Αυτό ερμηνεύει τη μάλλον ανέμελη συμπεριφορά της, και δηλώνει τον έντονο τοπικισμό του είδους. Επίσης ήταν στη διαδικασία της χώνεψης, κι αυτό βέβαια πάντα λειτουργεί σε βάρος της εγρήγορσης και της επαγρύπνησης των ψαριών.
Θαλασσινή αφθονία
Αγναντεύοντας από το πόστο της ενέδρας τη ζωή να κυριαρχεί τριγύρω, οι ελπίδες μου αναπτερώνονται. Αυτό το θαλασσινό μάνα είναι πολύτιμο, θησαυρός ανεκτίμητος.
Ακόμη περισσότερο, είναι αδελφός κόσμος. Ερχεται από παμπάλαιες εποχές, μπορεί να πάει πολύ μακριά αν το διαχειριστούμε στη βάση της ανάγκης και όχι σε εκείνη της επιθυμίας.
Σμήνη σαρδέλας, γόπες και μαρίδες, χοντροί σκάροι, ατέλειωτες σάλπες, γερμανοί που δείχνουν να πολλαπλασιάζονται ανενόχλητοι. Πλούτος ατελείωτος, αειφόρος, ελπίδα και απάγκιο αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Σε εκείνο το μικρό κομμάτι ακτής, υπήρχε τροφή να θρέψει όλο το χωριό μου. Αρκούσε το χωριό μου να μην ήταν εκλεκτικό!
Απαιτούμε από τη θάλασσα να μας θρέφει. Ζητάμε την αυτάρκεια, κι είναι λογικό σε έναν βαθμό, από τη στιγμή που το μήκος της ελληνικής ακτογραμμής είναι αυτό που είναι. Αυτό θα μπορούσε ίσως να να γίνει εφικτό, με την αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς: δεν απαιτούμε από τη θάλασσα απλώς να μας θρέψει.
Απατούμε να μας θρέψει με τα καλύτερα. Πολλοί, οι περισσότεροι είναι εκείνοι που αναζητούν μόνο πρώτα ψάρια στην αγορά. Τα παραδοσιακά φτηνά ψάρια, μαρίδα, σαρδέλα κλπ καταναλώνονται επίσης, όμως από εκει και πέρα υπάρχει μια τεράστια γκάμα ψαριών, που συνιστούν και το «παρεμπίπτον αλίευμα», που η αγορά τα αγνοεί σχεδόν απόλυτα. Για καθαρά ρατσιστικούς λόγους, που έχουν ίσως τις ρίζες τους στη μυθολογία, στην ονειροφαντασία και στις ιστορίες των δρακόντων, εξαιρούνται του νεοελληνικού διαιτολογίου τα ψάρια εκείνα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν θαλασσινά φρικιά.
Σμέρνες, μουγκριά, σελάχια , ακόμη και γαλέοι, δράκαινες, κυνηγοί, σπαθόψαρα, έως και πεσκανδρίτσες, αποκλείονται παντελώς!Τελευταία οι ακτές ΄χουν γεμίσει από Γερμανούς. «Πεντανόστιμους» τους περιγράφει ο φίλος Κώστας Προμπονάς. Υπερβολικός νομίζω ο χαρακτηρισμός, αλλά ψάρι είναι, αν τηγανιστεί ή ψηθεί καλά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είναι άριστο, θα παρέχει τις απαραίτητες θερμίδες και ιχνοστοιχεία, και σε τελική ανάλυση θα κάνει την ίδια δουλειά που κάνει κι ένας παχουλός σαργός.
Κοντολογίς, υπάρχουν είδη ανεκμετάλλευτα,. Αν τα τρώμε, καλύπτουμε τις διατροφικές μας ανάγκες, και προστατεύουμε ταυτόχρονα τα αποθέματα που έχουν πρόβλημα. Οταν λέμε υπεραλίευση, εννοούμε την υπεραλίευση των εμπορικών ψαριών. Αυτά τα ψάρια έχουν μειωθεί, και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό με καμιά υποστηρικτική νομοθεσία. Μόνο αν μειωθεί η ζήτηση που τα αφορά, αν προσανατολιστεί αλλού, θα σταματήσει το αποκλειστικό κυνήγι τους. Ο επαγγελματίας δεν έχει πρόβλημα να βγάλει οποιοδήποτε ψάρι ζητάει η αγορά, δεν είναι το ζητούμενό του να πιάσει συναγρίδες, αν βγάζει τα ίδια χρήματα με τους κέφαλους ή τα μελανούρια και τις σάλπες.
Στην ερώτηση «τι θέλουμε να συμβεί στη θάλασσα τα επόμενα χρόνια, δεκαετίες, αιώνες» η απάντηση είναι αυθόρμητη και αυτονόητη: μα φυσικά θέλουμε να αναπτύσσεται, να αειφορεί, να είναι υγιής, να αυτοκαθαρίζεται από τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρέμβασης. Ολα αυτά ίσως εξακολουθούν να είναι εφικτά, ίσως δεν φτάσαμε ακόμη στο σημείο χωρίς επιστροφή. Ομως, εξαρτάται κυρίως από την αλλαγή του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, η σωτηρία και της θάλασσας. Η αστική, καταναλωτική οργάνωση της κοινωνίας δε φαίνεται να έχει φωτεινό μέλλον. Επείγει η αλλαγή που προμηνύουν τα σημάδια των καιρών.
ΠΗΓΗ http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=23380&subid=2&pubid=63774192
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου