picasion

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Καταπληκτικό άρθρο για ψαροντούφεκο

gif maker

Στην ανατολική Μεσόγειο οι άνθρωποι καμακίζουν ψάρια εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ωστόσο το ψαροντούφεκο ως δημοφιλές σπορ είναι ένα μεταπολεμικό φαινόμενο που υποστυλώθηκε και ενισχύθηκε από τις τεχνικές καινοτομίες της φιάλης οξυγόνου και των στολών κατάδυσης. Παρόλαυτά, η κάρπωση του υποθαλάσσιου «μπαξέ» από δύτες πριν το 1960 δεν ήταν ασυνήθιστη αν και κατέληγε να έχει περιορισμένη οικονομική σημασία. Όπως θα εξηγήσω, πολιτισμικοί και τεχνολογικοί παράγοντες επηρέασαν την πίεση που άσκησε ιστορικά η υποβρύχια αλιεία στους πετρώδεις βυθούς του Αιγαίου.
Για αυτό το εγχείρημα, θα αξιοποιηθούν ως ιστορικές πηγές, αναφορές ξένων περιηγητών που ταξίδεψαν στην Ελλάδα απ’ τον 17ο έως τον αρχόμενο 20ο αιώνα, η επεξεργασμένη φωνή των ντόπιων λόγιων που μεταγράφουν τον προφορικό λόγο των γυμνών δυτών και ανεκδοτολογική μαρτυρία από ψαράδες που πρόλαβαν να γνωρίσουν Καλύμνιους και Συμιακούς ελεύθερους δύτες.

Ο πλουραλισμός στη χρήση των πηγών είναι επιβεβλημένος καθώς ειδικές μελέτες με θέμα την ιστορία της υποβρύχιας αλιείας απουσιάζουν. Είναι όντως αξιοπαρατήρητο ότι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που η ιστορία της είναι ζυμωμένη με τη θάλασσα, η αλιεία γενικότερα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ούτε της παλαιότερης ούτε της πρόσφατης ιστορικής έρευνας.
«Δεν είναι όλοι οι ψαράδες ίδιοι…» : Tα νησιά που είχαν το πλεονέκτημα στην αλιευτική προσπάθεια πριν το 1821.

Η αλιεία στο Αρχιπέλαγος διεξαγόταν με μικρές κωπήλατες βάρκες, με μέσα και μεθόδους που είχαν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητες για αιώνες και με αποδοτικότητα που δεν μπορούσε να καλύψει ούτε την τοπική ζήτηση. Ακόμα και μετά τη σταδιακή εκμηχάνιση του αλιευτικού στόλου είναι εξακριβωμένο ότι η παραγωγή δεν κάλυπτε τις διατροφικές απαιτήσεις πολλών περιοχών του ελληνικού χώρου και μάλιστα των νησιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τις ανάγκες πολλών παραθαλάσσιων περιοχών, απαιτούνταν εκτεταμένες εισαγωγές επεξεργασμένων ιχθυηρών. Ο περιηγητής W.M.Leake , το 1835, σημειώνει ότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους περιλαμβάνουν τα παστά ψάρια στο καθημερινό διαιτολόγιό τους, όμως σπανίως τρώνε φρέσκο ψάρι, γεγονός που το αποδίδει στη δειλία και τη νωθρότητά τους, στα τρικυμιώδη και βαθιά νερά που τους περιβάλλουν και στην έλλειψη βαρκών. Υπάρχουν διάσπαρτες πληροφορίες για αξιοσημείωτη εισαγωγή παστών στα νησιά του Αιγαίου και ιδιαίτερα στην Κρήτη για την οποία πιστευόταν ότι οι θάλασσες που την περιβρέχουν δεν ήταν πλούσιες σε ψάρι.
Πρόσφατες μελέτες για την οθωμανική οικονομική ιστορία αποκαλύπτουν ότι το αποσπώμενο από τη φορολόγηση της αλιείας έσοδο δεν ήταν καθόλου αξιόλογο. Σε φορολογική καταγραφή του 1670, εντοπίζονται κάποια ασήμαντα ποσά για ψαρότοπους –επρόκειτο συνήθως για μικρές λιμνοθάλασσες- σε νησιά όπως η Νάξος, η Πάρος και η Σύρος , τη στιγμή που δεν εγγράφονται ανάλογα κονδύλια σε γειτονικά νησιά όπως η Μήλος, η Άνδρος ή η Σαντορίνη. Συγκεκριμένα, υπό τον χαρακτηρισμό ως «ψαριάτικα», χρεώνονται για τη Νάξο 1000 άσπρα, για την Πάρο 1600, για τη Σύρο 600, όταν το σύνολο της φορολογικής οφειλής της πρώτης ανερχόταν σε 161.913, της δεύτερης σε 157.000 και της τρίτης σε 24.975. Υπάρχει όμως μια εξαίρεση για τα Δωδεκάνησα και συγκεκριμένα για τη Σύμη για την οποία έχει εξακριβωθεί έντονη δραστηριότητα στον τομέα της αλιείας: Είναι η μόνη νησιωτική περιοχή για την οποία διασώθηκαν δύο σουλτανικά φιρμάνια που κάνουν λόγο για τη δεκάτη των ψαριών που οφείλει να πληρώνει η κοινότητα.
Οι οντολογικές πεποιθήσεις που δρούσαν ως πολιτισμικοί
περιορισμοί για τους ψαράδες.

Αν εξαιρέσουμε τη νησίδα εμπειρογνωμοσύνης που συνιστούσαν οι Δωδεκανησιακές Σποράδες, για τους υπόλοιπους ψαράδες ο βυθός εννοιολογούνταν ως μια επικίνδυνη περιοχή με τρομερές παγίδες. Ο Θέμος Ποταμιάνος, τη δεκαετία του ’30 έκανε λόγο για ορισμένες από αυτές: «Πρώτα-πρώτα, τα λεγόμενα «μάτια της θάλασσας», δηλαδή κάποιες μυστηριώδεις τρύπες του βυθού, απάνω από τις οποίες σχηματίζονται δίνες, φοβεροί

ανεμοστρόβιλοι, που μπορούν να πνίξουν και να καταπιούν, όπως θα κατάπινε το στόμα ενός θαλάσσιου τέρατος, ακόμα και τον πιο καλό κολυμβητή. Άλλες παγίδες είναι οι σπηλιές του βυθού όπου ο βουτηχτής χάνει την ελευθερία των κινήσεων, διότι το ρεύμα τον εμποδίζει και τον κολλάει στο ταβάνι της σπηλιάς. Υπάρχουν πέτρινα πηγάδια
με μικρό στόμιο και βάθος μεγάλο. Εάν ο βουτηχτής πέσει μέσα σε ένα από τα πηγάδια αυτά δεν μπορεί να βγει με κανένα τρόπο. Υπάρχουν ξέρες που τρίζουν και σαλεύουν, υπάρχουν βράχια που ανοιγοκλείνουν με το ρεύμα, υπάρχουν θηλαστικά φυτά που αιχμαλωτίζουν ό,τι πλησιάσει στα κλαριά τους.» Ο Ποταμιάνος προσθέτει στον κατάλογο άλλες δύο παγίδες που κατά τη γνώμη μου απηχούσαν ρεαλιστικά τις επικίνδυνες συνθήκες εργασίας των Δωδεκανήσιων γυμνών δυτών: «Ένα είδος θαλάσσιας ανεμώνης, με λεπτά σαν κλωστές άσπρα πλοκάμια που φέρουν πλήθος αγκαθάκια από τα οποία χύνεται στο σώμα του θύματος δηλητήριον που προξενεί νάρκην(sic). Εδώ πρόκειται για τη «νόσο των γυμνών σπογγαλιέων» ή «νόσο του Σκεύου Ζερβού», από το όνομα του Καλύμνιου γιατρού που πρώτος μελέτησε τα συμπτώματα, την αιτιολογία και την αντιμετώπισή της. Προκαλείται από κάποιον μικροοργανισμό, που ζει στις ρίζες των σπόγγων και εκκρίνει σιελώδες υγρό, που δημιουργεί σοβαρά εκζέματα, πληγές και πυώδη αποστήματα στο γυμνό σώμα του δύτη. Ο ίδιος επισημαίνει ότι δεν υπάρχει ούτε ένας δύτης που να μην έχει ουλές από τη νόσο, ιδίως στο θώρακα και στα χέρια.
Ο δεύτερος κίνδυνος αφορούσε το γιουσούρι, «το άγριο δένδρο του βυθού, που ζει αιώνες, που κοιμάται και ξυπνάει, που κανείς δε τολμάει να το πλησιάσει όταν είναι ξύπνιο, γιατί τα κλαριά του αναδεύονται σαν πλοκάμια χταποδιού και κουλουριάζονται και τινάζονται και αρπάζουν όποιον ζυγώσει. Εδώ εκτιμούμε ότι η λαϊκή δοξασία προσπαθούσε να ερμηνεύσει τα σχετικά σπάνια ατυχήματα των υποβρύχιων πνιγμών που συνέβαιναν στο εξαντλητικό βούτος των επαγγελματιών δυτών της εποχής. Ως αποτέλεσμα αυτών των οντολογικών πεποιθήσεων, μέχρι τις μέρες μας, γενιές ψαράδων θεωρούν ως ταμπού την κατάδυση και προτιμούν να συλλέγουν δολώματα όπως το αρικέλι και το θαλάσσιο αγγούρι από τη βάρκα με τον ατελέσφορο και κοπιώδη τρόπο της παρατήρησης με το γυαλί και χρήση καμακιού ή αρπάγης.
Μια ισχυρή πεποίθηση που δρούσε ως περιορισμός ήταν οι υποκειμενικοί ισχυρισμοί ότι τα ντόπια ψαροτόπια που επιχειρούσαν δεν διαθέτουν πλούσια αλιεύματα ενώ κάπου αλλού υπάρχει αφθονία. Πριν την έλευση των αισιόδοξων Μικρασιατών ψαράδων οι ιστορικές πηγές απηχούν μια διαρκή μεμψιμοιρία για τα τοπικά ιχθυοαποθέματα. Ο προεπαναστατικός γεωγράφος Α. Φιλιππίδης κάνει λόγο για «πλήθος ψάρια και μεζέδια πολλά» για τη δυσπρόσιτη περιοχή των Βορείων Σποράδων και βέβαια συγκρίνει με τις οικείες σ’ αυτόν ακτές της Θεσσαλίας. Ο γιατρός Μ. Ζαλώνης, τήνιος, υποστηρίζει το 1809, ότι «οι ιχθύες των παραλίων ταύτης της νήσου ούτε μεγάλοι είναι ούτε πολλοί»
Διεξοδικές εκτιμήσεις του πλήθους των παραγόντων που επηρεάζουν την αλιευτική προσπάθεια φαίνεται ότι απαιτούν εκτεταμένη γεωγραφική μετακίνηση, κάτι που εξασφαλιζόταν στα πεντάμηνα ταξίδια των Συμιακών και Καλύμνιων ελεύθερων δυτών. Η ανάδυση της αλιευτικής μαστοριάς ήθελε, κυρίως εκείνα τα χρόνια, την απόκτηση εκ μέρους του νομάδα ψαρά, άμεσης – μη διαμεσολαβημένης πληροφορίας, ανεξάρτητης απ’ το τοπικό πλαίσιο και εντοπισμό των άριστων ψαρότοπων που ταυτίζονταν με τις πλούσιες σπογγοφόρες περιοχές. Οι γυμνοί δύτες επίσης μπορούσαν να ελπίζουν στην ειλικρινή ανταλλαγή αλιευτικών πρακτικών με τους μυστικοπαθείς ντόπιους ψαράδες οι οποίοι τους αντιμετώπιζαν, όπως θα έλεγαν οι ανθρωπολόγοι, ως πρόσωπα-ταμπού, μη-απειλητικούς επισκέπτες.
Η περιηγητική μαρτυρία για τους γυμνούς δύτες
Η μαθητεία στο βούτος άρχιζε πολύ νωρίς. Ο L. Ross, που επισκέφτηκε την Κάλυμνο το 1841, αναφέρεται σε ένα ευχάριστο θέαμα που αντίκρισε όταν στις 8, ένα πρωινό του Αυγούστου, έφτασε στο νησί. «Μισή δωδεκάς μικρόσωμων και ηλιοκαμένων αγοριών, που ήταν ξαπλωμένα γυμνά εις την παραλίαν, επηδούσαν εις την θάλασσαν-διότι εδώ ευρισκόμεθα εις την ξακουστήν νήσον των βουτηχτάδων- και εκολυμπούσαν τριγύρω από το κόττερον με βουτιές, αν και είχαμεν αγκυροβολήσει εις βάθος τεσσάρων οργιών, όπως τα παπιά, βαθειά εις τον βυθόν και έφεραν επάνω άμμον και μικρά χαλικάκια, τα οποία έριχναν ο ένας του άλλου…[Όταν ενηλικιωθούν] ημπορούν να βυθίζονται οι αλιευταί εις το βάθος της θαλάσσης μέχρι 35 ή και πολλάκις 40 οργιών και μένουσιν εις τον πυθμένα από 2 έως 4 λεπτών της ώρας»
Η παράδοση των γυμνών δυτών στα Δωδεκάνησα δεν γνωρίζουμε πότε ξεκινά. Το 1703 ο Άγγλος περιηγητής Α. Hill βγήκε στις νότιες ακτές της Σύμης, όταν το καράβι του προσπάθησε να βρει καταφύγιο απ’ τον βοριά. Ξαφνικά, είδε στην ακρογιαλιά ένα αντικείμενο που έμοιαζε με σκάφη. Πλησίασαν και διαπίστωσαν πως ήταν ένα μικρό και ρηχό δοχείο με λάδι, μέσα στο οποίο έπλεαν είκοσι πάνω κάτω σφουγγάρια. Καθένα είχε στις δύο άκρες από ένα κομμάτι φελλό ώστε να διατηρείται στην επιφάνεια. «Κοιτούσαμε αρκετή ώρα αυτά τα αντικείμενα, μα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι χρειάζονταν σε κείνη την ερημιά. Τελικά αποφασίσαμε να τα αφήσουμε στην αμμουδιά και να περιμένουμε το νοικοκύρη. Αλλά ενώ κουβεντιάζαμε για την περίεργη γαλήνη που επικρατούσε στον κόρφο, βλέπουμε ξαφνικά να αναταράσσονται τα νερά κι ένα πανέρι να προβάλει με ορμή στην επιφάνεια. Ύστερα φάνηκε κάτι σαν άνθρωπος, τίναξε το κεφάλι, έτριψε τα μάτια του και κολύμπησε προς το μέρος μας σπρώχνοντας μπροστά το πανέρι του.
»Αυτό το δεύτερο περίεργο φαινόμενο μας έφερε στο νου τον Ποσειδώνα. Γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως αυτό το ον ήταν θνητός, αφού βγήκε απ’ τα θαλάσσια βάθη, όπου έπρεπε να είχε παραμείνει μέσα στο νερό το λιγότερο δέκα λεπτά. Μόλις μας είδε κρατήθηκε και δίστασε να προχωρήσει»
Τέλος πάντων τον έπεισαν να βγει. Ο Συμαίος σφουγγαράς εξήγησε «σ’ ένα είδος φράγκικης γλώσσας» ότι αυτά τα σφουγγάρια μεγαλώνουν στους βράχους δέκα, δεκαπέντε και συχνά είκοσι οργιές κάτω από την επιφάνεια του νερού. Έπειτα έδειξε στους ξένους πώς μαζεύονται τα σφουγγάρια.
«Μουσκεύουν στο λάδι μισό σφουγγάρι. Το υπόλοιπο το εμβαπτίζουν από πριν σ’ ένα στυπτικό υγρό ώστε να παρεμποδίζεται η διείσδυση και απορρόφηση του λαδιού. Έπειτα βάζουν το σφουγγάρι στο στόμα τους, αφήνοντας έξω το κομμάτι που είναι μουσκεμένο με λάδι. Μόνο μια ίντσα του λαδωμένου κομματιού πρέπει να βρίσκεται μέσα στο στόμα. Το δαγκώνουν με δύναμη κι έτσι το σφουγγάρι με το λάδι κλείνει το στόμα και εμποδίζει να μπαίνει νερό.
» Ύστερα βουτούν στη θάλασσα. Κι εκεί στα βάθη, απομυζώντας το σφουγγάρι, μπορούν να παρατείνουν την παραμονή τους κάτω απ’ το νερό…Στο νησί επικρατεί το έθιμο να μην παντρεύεται ο νέος που δεν μπορεί να παραμείνει στο βυθό το λιγότερο ένα τέταρτο.»
Η εξωτική καταδυτική πρακτική που περιγράφει ο Hill δείχνει να αψηφά όλη την επιστημονική γνώση που διαθέτουμε σήμερα για την ελεύθερη κατάδυση και το γεγονός ότι «ο Συμιώτης αρνήθηκε να αποκαλύψει το μυστικό της προπαρασκευής του σφουγγαριού με τη στυπτηρία, μ’ όλο που προσπαθήσαμε να τον δωροδοκήσουμε» επιτείνει την καχυποψία. Όμως απαγόρευση τέλεσης γάμου σ’ όσους Συμιακούς δεν καταδύονταν κάτω απ’ τις 20 οργιές είχε εγγραφεί τουλάχιστον μέχρι το 1950 στις γαμήλιες πρακτικές όπως μας πληροφορεί ταξιδιωτικό κείμενο Αμερικάνου ποιητή που έμεινε στο νησί για αρκετούς μήνες. Ο καλοζωισμένος ξένος παρατηρεί ότι οι δύτες παρέμεναν μέχρι τη λήξη της εργασίας τους νηστικοί, μόνο με τον πρωινό καφέ! «Το βράδυ όμως θα ‘τρωγαν τον σκασμό» Ο Συμαίος Γυμνασιάρχης και λόγιος Νικήτας Χαβιάρας, γράφοντας στις αρχές του περασμένου αιώνα επιβεβαιώνει: «Οι πολύπαθοι σπογγαλιείς, σταυροποδητί καθήμενοι, έπινον καφέ εντός του οποίου έβρεχον τεμάχια γαλέτας. Τούτο είναι το άριστον (σ.σ: το πρόγευμα, το πρωινό) εις ο αρκούνται μέχρι αποπερατώσεως του αγώνος της ημέρας, ήτοι μέχρι σχεδόν δύσεως του ηλίου.»
Είχα την τύχη να γνωρίσω στο Άγιονόρος, το 1982 τον γέροντα Ονούφριο που παρασκεύαζε για τους γυμνούς δύτες παξιμάδι στη μονή Παντοκράτορα όπου και κατέλυαν. Υποστήριζε ότι το πρωί οι δύτες έπιναν καφέ αλλά προσπαθούσαν να τον συνοδεύουν με μερικά καρύδια γιατί θεωρούσαν ότι «το λάδι του καρυδιού τους βοηθά να έχουν αντοχή» « Όταν το ’51 τους είδα να βουτάνε, θυμάται ο Γέροντας, δε φορούσαν ούτε πτερύγια στα πόδια σαν εσένα, ούτε βαρίδια στη μέση ούτε στολή. Φορούσαν μόνο τη μάσκα και βουτούσαν κρατώντας ψαροντούφεκα με λάστιχο και κολλημένες, από Καλύμνιο σιδερά, τρίαινες. Οι άσσοι βουτούσαν μέχρι 15 οργιές. Όχι μόνο για το Όρος αλλά για όλη τη Χαλκιδική λέγανε ότι όποια πέτρα και να σηκώσεις θα βρεις ροφό από κάτω! Τα ψάρια που φέρνανε στο μοναστήρι ήταν μαύροι ξεδοντιάρηδες σαργοί, πελώριοι ροφοί με πεταλίδες κολλημένες στη ράχη, ντουφεκισμένοι όλοι κάτω απ’ το μάτι, όλα αρχαία ψάρια! Το μόνιμο παράπονό τους ήταν οι συναγρίδες που δε ζύγωναν κοντά..» Ο Γερο-Νούφριος δεν ξεχνούσε ποτέ ένα πρόωρα γερασμένο απ’ τις κακουχίες δύτη που αποκαμωμένο τον είδε να γαντζώνεται σ’ ένα βραχάκι που ξενέριζε προκειμένου να λιαστεί. Η εικόνα ήταν γεμάτη απόγνωση και εξουθένωση και ο γέροντας έλεγε επιγραμματικά: «Η θάλασσα τρώει σίδερα, δεν θα φάει ανθρώπους;» Λίγα χρόνια μετά, οι Καλυμνιοί θα φορέσουν τις πρώτες στολές, τα φορέματα, που τότε δεν είχαν φόδρα και καταστρέφονταν πολύ εύκολα με την επαφή στους βράχους, ένας νεωτερισμός που θα παρατείνει την παραμονή τους στη θάλασσα η οποία άρχιζε να γίνεται λιγότερο γενναιόδωρη. Η εισαγωγή της μάσκας το 1950 που επέτρεψε τον συνδυασμό της πολύωρης από την επιφάνεια παρατήρησης με το ευέλικτο κολύμπι γεννούσε από τότε μια σειρά από αλιευτικές πρακτικές που καθόρισαν το μοντέρνο υποβρύχιο ψάρεμα στη ζώνη των αβαθών «πράσινων» νερών. Ένα ελληνικό παράδοξο όμως είναι ότι προηγήθηκε ο αποδεκατισμός των μεγάλων σερρανιδών στους βαθείς υφάλους. Αυτό κατορθώθηκε με την εισαγωγή του σκάφανδρου που άφησε ανεμπόδιστη την υποβρύχια αλιεία απομονωμένων υφάλων. Η αποκρυπτογράφηση των αξιόλογων εξάρσεων του πυθμένα είχε γίνει με μεγάλη ακρίβεια τους προηγούμενους «ηρωικούς» αιώνες ελεύθερων καταδύσεων, με τη μέθοδο του αρπάχτη, ένα είδος μικρής άγκυρας για το οποίο ο Ν. Χαβιάρας έγραφε: «Έφτασαν εκεί όπου ήθελαν και έρριψαν τον αρπάχτην, τον οποίον έσυρον επί του πυθμένος, διά να συλλάβωσι πέτραν, εφ’ ης θα ανεζήτουν σπόγγους. Αίφνης ο αρπάχτης συνέλαβεν και αι δύται ο εις μετά τον άλλον επεσκέπτοντο την συλληφθείσαν πέτραν, αλλά δεν ικανοποιούντο, διότι η πέτρα δεν είχεν αρκετούς σπόγγους»
Η αγκυροβόληση μιας αλιευτικής πρακτικής: οικολογικοί και
πολιτισμικοί παράμετροι
Η αναφορά στους μεταπολεμικούς δύτες που φορούν μάσκα και διαθέτουν ψαροντούφεκα με μηχανισμό σκανδάλης ελέγχεται ως αναχρονιστική ανακρίβεια προκειμένου να περιγραφούν οι πρακτικές υποβρύχιου ψαρέματος πριν το 1940. Η ιταλική μάσκα που φορούσαν οι καλυμνιοί ήταν μια πρόσφατη καινοτομία. Την είχαν πρωτοφορέσει ρώσοι εμιγκρέδες, που την εισήγαγαν απ’ την Άπω Ανατολή, εν χρήσει εδώ και πολλούς αιώνες απ’ την γυναικεία καταδυτική κοινότητα Ama. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δείχνουν μια εικόνα διαφοροποίησης ανάλογα με τις καταδυτικές τεχνικές. Η αλιευτική κάρπωση ποικίλει: οι γυμνοί δύτες συλλέγουν αστακούς, πίνες, φούσκες, στρείδια και μετά το 1950, με τη μέθοδο της ρεβέρας,ψάρια. Οι δύτες με σκάφανδρο καμακίζουν με πρωτόγονα καμάκια σκορπιομάνες και θαλαμόψαρα, ροφούς και σαργούς. Επίσης συλλέγουν αστακούς. Η αλιεία δείχνει να διενεργείται υπό την πίεση οικολογικών και πολιτισμικών παραγόντων, στις παρακάτω συνθήκες:
-Ως δώρο: Σε κάθε λιμάνι που πιάναν οι γυμνοί δύτες έκαναν τη λεγόμενη διανομή. Φρόντιζαν να έχουν ένα καλάθι με αστακούς και χάβαρα τα οποία μοίραζαν στους προύχοντες του λιμανιού, τελώνη, στρατιωτικό διοικητή κ.α. Η πρακτική του δώρου απηχούσε μια οθωμανική παράδοση που ήθελε οι ψαράδες να δίνουν υποχρεωτικά μέρος της ψαριάς τους ως δώρο στους άρχοντες. Σε μια ταρίφα, κοινοτικό έγγραφο της Μυκόνου του 17ου αιώνα, ορίζεται ότι «όποιος πάγει στα δίκτυα γι’ στη τράτα, [είναι υποχρεωμένος] διά ρεγάλιο [:δώρο] κι αν δε δώσει το ρεγάλιο…του καστελάνου να κοντενάρεται [:καταδικάζεται] από την κρίσιν» Οι ψαράδες ήταν υπόχρεοι καταβολής δώρου στους κοινοτικούς άρχοντες και στους βιγλάτορες, με αντάλλαγμα την έγκαιρη ειδοποίησή τους για ενδεχόμενους θαλάσσιους κινδύνους. Στην Πάτμο πάλι, σε κοινοτικό έγγραφο του 1812, όπου καταγράφονται τα δικαιώματα του νέου βοεβόδα του νησιού, σημειώνεται: «από τη θάλασσα να λαμβάνει από τα δίκτυα μια οκά ψάρια, από τους γρίππους ένα μερίδιο σμαρίδες κατά την συνήθειαν. Ως δώρο επίσης προσφέρονταν ψάρια από τους δύτες στις «αρραβωνιαστικιές» σε όποια νησιά διέθεταν κάποιο βαθμό αστικοποίησης και ιδίως στην Ερμουπόλη της Σύρου.
Ως κάρπωση αλιεύματος εμπορικής αξίας: Σ’ αυτή την περίπτωση, η αλιεία διενεργούνταν με σκοπό να προμηθεύσει επίσημα ψάρια σε τοπικά πανηγύρια. Στην περίπτωση του Αγιονόρους, οι εύπορες ιερές μονές, στα καλοκαιρινά πανηγύρια τους αξίωναν να προσφέρουν στους προσκυνητές το γουρουνόπουλο της θάλασσας, όπως ονόμαζαν ευφημιστικά τον ροφό. Η παρουσία δυτών στο Όρος εντοπιζόταν το Μάιο και αρχές Ιούνη. Υπάρχει τους συγκεκριμένους μήνες ένας οικολογικός περιορισμός που εμποδίζει την αποτελεσματική σπογγαλιεία στο Βόρειο Αιγαίο. Σύμφωνα με την αφήγηση ενός δύτη «..δεν έχει καθαρίσει η θάλασσα. Η θάλασσα σαν την στεριά την Άνοιξη είναι ολάνθιστη. Τα φύκια, τα τριφύλλια και η μαλούπα γίνονται μια μέση ύψος και σκεπάζουνε τελείως τον πυθμένα, πέτρες τραγανές και σφουγγάρια. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ μαγκιώρος βουτηχτής, για να διακρίνει το σημάδι, το ρουθούνι του σφουγγαριού, απ’ όπου ανασαίνει»
Υπήρχαν πανηγύρια με ιδιαίτερες απαιτήσεις σε εκλεκτά αλιεύματα που μόνο με την κατάδυση θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν. Ένας καπετάνιος, επικεφαλής ρεβέρας, θυμάται ένα δήμαρχο να του ζητά μια εξυπηρέτηση για τη γιορτή της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων: «Πρέπει να τους περιποιηθούμε [Υπουργό, στρ. διοικητή, Δεσπότη] πιο πολύ απ’ ότι πρέπει. Από κρεατικά όλοι τους είναι σκασμένοι. Πρέπει το τραπέζι μας να έχει χρώμα νησιώτικο, αστακούς, ψάρια, στρείδια, καλόγνωμες, πίνες και ότι άλλο μπορούμε να στολίσουμε το τραπέζι τους»
»Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, μόλις χάραξε, βγήκαμε έξω απ’ το λιμάνι, και κάναμε κράτει την μηχανή…Καργάρω τρεις απόχες αστακούς, χτυπώ καμιά δεκαριά σαργούς μπαμπατζάνηδες δοντάδες και δυο στείρες θεριά πράμματα. Τα πασέρνω απάνω και πάγω πιο πέρα, στο ψευτοκέναρο, και γεμίζω την απόχη καλόγνωμες, πίνες, στρείδια και χτένια»
Ως αλίευμα στην συνθήκη της εκκλησιαστικής νηστείας: Η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία έχει θεσπίσει άνω των 100 ημερών νηστεία τον χρόνο, με πιο αυστηρή τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Γάλλος Tournefor, στο περίφημο «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους», το 1700, γράφει ότι την περίοδο αυτή «οι πιστοί συντηρούνται με οστρακοειδή και θαλασσινά που πιστεύουν ότι δεν έχουν καθόλου αίμα, όπως είναι ο πολύπους [σ.σ: το χταπόδι] και τα είδη σουπιάς. Τρώνε επίσης αλατισμένα αυγά ορισμένων ψαριών και ιδίως αυγά Κεφάλου (αυγοτάριχον). Τα οστρακοειδή που προτιμώνται στην Ελλάδα είναι η πίνα και τα κοινά στρείδια, που είναι νοστιμότατα και ασυγκρίτως καλύτερα από τα κόκκινα στρείδια (γαιδουροπόδαρα) που δεν αρέσουν σ’ όλο τον κόσμο γιατί είναι σκληρά. Οι Έλληνες τρώνε επίσης πεταλίδες, μύδια, σαλιγκάρια της θάλασσας και αχινούς.» Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ήδη από το 1926, στη “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” αναφέρονταν τα στρείδια ως πολύ σπάνια στο ελληνικό Αρχιπέλαγος. Σήμερα πια, τα στρείδια είναι πρακτικά εξαφανισμένα και μόνο λίγα γαϊδουροπόδαρα έχουν μείνει στις ρέστες, τις απότομες πλαγιές των κάβων. Μπαίνουμε στον πειρασμό να υποθέσουμε ότι η αλόγιστη αλιεία τους με ελεύθερη κατάδυση οδήγησε στον αποδεκατισμό τους με αποτέλεσμα να μην επανακάμψουν ποτέ πια οι πληθυσμοί τους.
Ως αλίευμα προς ιδιοκατανάλωση: Ως φαγητό, τα ψάρια προσφέρονταν σε καθημερινή βάση πάνω στα τεπόdζιτα και τις γυάλλες. Αλλά η ρουτίνα αυτή καταντούσε βασανιστική. Όπως δήλωνε ένας δύτης «τα ψάρια τα είχαμε βαρεθεί, τα είχαμε σιχαθεί. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Ροφό τηγανητό, σκορπιομάνα κακαβιά, σαργό με το ρύζι ή σφυρίδα πλακί με τα κρομμύδια. Βλέπαμε ψάρι στην κατσαρόλα και σφίγγοταν το στομάχι μας. Προτιμούσαμε ψωμί κι ελιές. Πολλές φορές βγαίναμε στα ξερονήσια και μαζεύαμε πιτσούνια από τ’ αγριοπερίστερα που φώλιαζαν μέσα στις σχισμές των βράχων.»
Γυμνοί δύτες έναντι μηχανικών: Οι διαφορές στην ψυχοσύνθεση
Ποικίλες μαρτυρίες για τους γυμνούς δύτες κάνουν λόγο για ένα ανθρωπολογικό τύπο με αστάθεια χαρακτήρα, ισχυρό εγωισμό και αισθήματα φθόνου, στωικό, θρησκευόμενο, που πίστευε στα σημάδια και στα όνειρα, με σεβασμό προς τους ηλικιωμένους δύτες. Η σταδιοδρομία ενός γυμνού δύτη ήταν μακρόχρονη κι αυτό είχε ιδιαίτερες συνέπειες στην κοινωνική εποικοδόμηση νοήματος στον αρχάριο δύτη. Αν και οι δύο ομάδες δυτών ξεκινούσαν να εργάζονται ως αρχάριοι (ατζαμήδες) από 14 ή 15 ετών και επάνδρωναν τα τσουρμαρίσματα ως κανονικοί σφουγγαράδες στα 20, η ηλικία κατά την οποία αποσύρονταν από το βούτος ήταν διαφορετική. Στα 40-45 χρόνια για τους μηχανικούς και στα 70 για τους γυμνούς δύτες. Οι βετεράνοι γηραιοί δύτες εκ πείρας γνώριζαν ποιοι παράγοντες εγκυμονούν ατύχημα στη βουτιά και φρόντιζαν να μετριάζουν τον ενθουσιασμό των τολμηρότερων νεαρών δυτών.
Οι μηχανικοί θα χρεώνονταν σήμερα με οριακή ψυχοπαθολογία. Σε αντίθεση με τα χαμηλά μεροκάματα των οσίων κι άλλων δυτών που βουτούσαν με την άνεσίν των [:με την ανάσα, χωρίς σκάφανδρο], οι μεγάλες προκαταβολές που απολάμβαναν οι μηχανικοί, δημιουργούσαν ψυχολογία σπατάλης και επίδειξης που έφτανε στις πιο παράλογες καταστάσεις. Επιτεινόταν έτσι η φυσιολογική ροπή για κατανάλωση, που διαμορφώνεται σ’ όσους ασκούν επικίνδυνα επαγγέλματα. Υπήρχε ισχυρή κλίση για οινοποσία η οποία μαζί με άλλες καταχρήσεις συντελούσε στην αύξηση των πιθανοτήτων για καταδυτικό ατύχημα. Ο Σ. Αγαπητίδης, έγραφε στο περιοδικό “Τα Συμαϊκά”, το 1977: «Η σπατάλη [των μηχανικών] εκδηλωνόταν σε διάφορες πλευρές, όπως ήταν η επιδεικτικά υψηλή αμοιβή σε οργανοπαίκτες στα γλέντια, η αγορά ακριβών πραγμάτων εντελώς περιττών, που συχνά τα πουλούσαν αργότερα σε εξευτελιστικές τιμές για να καλύψουν άμεσες ανάγκες σε εποχή που δεν είχαν πρόχειρα χρήματα, η αχρήστευση χαρτονομισμάτων (κάψιμο ή περιτύλιξη καπνού αντί για τσιγαρόχαρτο) και γενικά πραγμάτων που τα κατέστρεφαν. Έπειτα από την αναχώρηση, οι οικογένειες των δυτών ζούσαν πολύ μέτρια ή και φτωχικά, γιατί σπάνια οι δύτες άφηναν υπόλοιπο απ’ την προκαταβολή που θα εισπράττονταν απ’ τους συγγενείς τους. Το κενό δύσκολα και με επαχθείς όρους καλύπτονταν με χρέωση σε πρόσωπα που τους έκαναν διευκολύνσεις (παντοπώλες κυρίως).
Η προκλητική προοπτική μιας οικοϊστορικής(ecohistoric) αφήγησης
του Αρχιπελάγους
Η περιήγηση που αναπτύξαμε, επιχείρησε να δείξει ότι η αλιεία με κατάδυση στο Αρχιπέλαγος, αν και δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλιευτική οικονομία, ωστόσο είχε μια συνεχή παρουσία στους βυθούς του Αιγαίου. Αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς οι σύγχρονοι υποβρύχιοι ψαράδες οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι οι ελληνικές θάλασσες έχουν την πιο βαριά ιστορική παρακαταθήκη συνεχούς δραστηριότητας υποβρυχίου ψαρέματος σ’ όλη τη Μεσόγειο. Προσπαθήσαμε να ψηλαφίσουμε μια αυτόχθονη παραδοσιακή δραστηριότητα που ακροβάτησε πάνω σε ένα βυθό που σήμερα δείχνει τραυματισμένος και αγωνιά για την αειφορία του. Όμως η ολοκληρωμένη μελέτη της Ελληνικής ιστορίας του υποβρύχιου ψαρέματος θα ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει ισότιμα και τις άλλες ετερόχθονες παραδόσεις: Την περίπτωση της Κέρκυρας, με το κλαμπ των «υποβρύχιων αλπινιστών», την περίπτωση του προσωπικού των ξένων πρεσβειών που ήταν οι πιονέροι του Σαρωνικού, τα ναυτικά νησιά της Χίου και Άνδρου στα οποία οι καπετάνιοι και μηχανικοί έφεραν νωρίς δυτικό εξοπλισμό, την αγνοημένη ως πρόσφατα περίπτωση του Αη-Στράτη, όπου οι πολιτικοί κρατούμενοι προσπαθώντας να εμπλουτίσουν το άθλιο σιτηρέσιο, κατασκεύασαν τα πρώτα ψαροντούφεκα ελληνικής κατασκευής που οδήγησαν στη σύλληψη ψαριών-τροπαίων.
Η αναζήτηση και η αλίευση περαιτέρω στοιχείων σε πηγές σχετικές με το θέμα θα επιτρέψουν να ανασυσταθεί στο μέλλον μια πιο διαυγής εικόνα για το υποβρύχιο ψάρεμα του παρελθόντος.
Κώστας Προμπονάς
Νότια Χίος

πηγη http://www.sportsmen.gr/katapliktiko-arthro-psarontoufeko/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου