picasion

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Πίγκα, η δύσκολη



Το καλοκαίρι του 79 είχα ήδη καταπιαστεί για τα καλά με το υποβρύχιο ψάρεμα. Αυτοδίδακτος, «διψούσα» για γνώσεις και πληροφορίες που θα μου επέτρεπαν να διεισδύσω βαθύτερα στον μαγικό κόσμο του κυνηγιού των ψαριών, έναν κόσμο που με είχε συνεπάρει και έμελλε να ορίσει τη ζωή μου.


Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς βρισκόμουν στην Ιθάκη, όπου μια μέρα εμφανίστηκε στο λιμάνι ένα μικροσκοπικό ιστιοπλοϊκό με πλήρωμα δυο νεαρά αδέλφια από τη Νάπολη, τους Τζιάνι και Πατρίτσιο. Τους άρεσε το νησί και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί για το επόμενο διάστημα. Το γεγονός ότι ήταν δεινοί ψαροκυνηγοί έγινε φανερό από τις πρώτες κιόλας εξορμήσεις τους, τόσο από την ποσότητα, όσο και από την ποιότητα της κάθε ψαριάς τους.

Σε μικρό χρονικό διάστημα οι φιλόξενοι Θιακοί συμπάθησαν τους νεαρούς Ιταλούς και υποστήριξαν εμπράκτως την αλιευτική τους έφεση. Ετσι, με δεδομένη τη λαϊκή έγκριση, το τοπικό λιμεναρχείο δεν είχε λόγους να δημιουργήσει προβλήματα στους Λατίνους ψαράδες, που απολάμβαναν την αρμονική συμβίωση και το όμορφο νησί. Ηταν κι άλλα τα χρόνια τότε βέβαια, αλλά το κυριότερο ήταν η επτανησιακή ιδιοσυγκρασία και νοοτροπία που ευνοούσε την αποδοχή των ξένων και δεν επέτρεπε ακρότητες και αγριότητες, που συνέβαιναν ήδη και συνεχίζουν δυστυχώς να συμβαίνουν σε νησιά του Αιγαίου. Εννοούμε βέβαια το «κλασικό» σκίσιμο του φουσκωτού που λαμβάνει χώρα σε αντίστοιχες περιπτώσεις σε Σποράδες, Κυκλάδες και νησιά του Β. Αιγαίου. Εδώ οι άνθρωποι ήταν ευγενείς και δημοκρατικοί και δεν καταδέχονταν να γίνουν ούτε ρουφιάνοι, ούτε κακοί εξαιτίας των λίγων ψαριών που θα έπιαναν οι ξενομερίτες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ανέκαθεν στα Επτάνησα έβρισκαν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι...

Κάθε φορά, λοιπόν, που επέστρεφαν από το ψάρεμα οι Ιταλοί, σύσσωμο το κοινό του παραθαλάσσιου καφενείου έτρεχε να δει και να θαυμάσει τα θηράματα. Από κοντά κι εγώ φυσικά... Τους πρώτους ροφούς τους είχα ήδη πιάσει κι έτσι δεν με εντυπωσίαζαν τόσο οι μεγάλοι επινέφελοι των Ιταλών, ωστόσο εκστασιασμένος κοιτούσα τις στήρες τους, ένα θήραμα που σπάνια είχε τύχει να πιάσω μέχρι τότε. Τις έβλεπα φυσικά, όμως σχεδόν πάντα έπαιρναν την κατηφόρα και βράχωναν σε σημεία απρόσιτα για τις δυνατότητες που είχα εκείνη την εποχή.

Κάποια φορά, μέσα στην ψαριά των Ιταλών είδα κι ένα αλλόκοτο ψάρι. Εμοιαζε με στήρα, ωστόσο διέφερε σημαντικά κι ήταν προφανές ότι επρόκειτο για κάτι άλλο. Ρώτησα λοιπόν έναν ντόπιο που στεκόταν παραδίπλα: «Τι είναι τούτο εδώ»; «Μαύρη σφυρίδα, παλιόψαρο», μου απάντησε εκείνος. Ξαναρώτησα: «Δηλαδή, τι μαύρη σφυρίδα»; «Γίδα, βρε παιδάκι μου, άνοστο ψάρι»! Μου... εξήγησε εκείνος.
Αυτή ήταν λοιπόν η πρώτη επαφή με τη «μαύρη σφυρίδα» ή «γίδα» και πέρασαν χρόνια μέχρις ότου έμαθα ότι εκτός Επτανήσου το ψάρι αυτό λέγεται πίγκα. Με τους δύο Ιταλούς γνωριστήκαμε και πήγαμε αρκετές φορές για ψάρεμα παρέα εκείνο το καλοκαίρι. Εμαθα, λοιπόν, πώς έπιαναν τις πίγκες, αλλά και τις στήρες. Βουτούσαν από ανοιχτά και όταν βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με το ψάρι κινούνταν προς αυτό, εξαναγκάζοντάς το να καταφύγει σε όποια πέτρα έβρισκε πρόχειρη. Με τον τρόπο αυτό απέτρεπαν τη φυγή του στα βαθιά και στην επόμενη βουτιά το έπιαναν εύκολα. Πρόκειται για μέθοδο που πλέον πολύ σπάνια θα λειτουργήσει, καθώς το βάθος στο οποίο κινούνται πια τα ψάρια αυτά έχει αυξηθεί πολύ και δεν επιτρέπει την εφαρμογή της. Από τότε όμως και για δέκα τουλάχιστον χρόνια έμελλε να πιαστούν πολλά ψάρια με αυτό τον τρόπο, τόσο πίγκες, όσο και στήρες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80 μυήθηκα στις τεχνικές της ενέδρας και η πίγκα έγινε ένα από τα πλέον εύκολα θηράματα για μένα. Αρκούσε να ακουμπήσει κανείς στον βυθό για να δει να τον πλησιάζουν από παντού ψάρια που το βάρος τους πλησίαζε πολλές φορές τα 5 κιλά. Χαρακτηριστικά εντυπωσιακός ήταν ο τρόπος που κινούνταν, χωρίς να χρησιμοποιούν πλευρικά πτερύγια και ουρά, με έναν ανεπαίσθητο «δελφινισμό», σε ευθεία γραμμή, σαν βέλη. Ετσι, ακόμα και τις μέρες που δεν υπήρχαν συναγρίδες και ροφοί, η ψαριά θα γινόταν χάρη στις πίγκες, οι οποίες μάλιστα κρατούσαν συγκεκριμένες περιοχές στον βυθό και σχεδόν πάντα θα τις έβρισκε κανείς. «Πάω να πιάσω ένα ψάρι από το κοπάδι μου», έλεγα όποτε ήθελα ένα εύκολο και γρήγορο ψάρι!
Τα ωραία πράγματα ως γνωστόν όμως δεν διαρκούν πολύ! Η πίγκα στο πέρασμα του χρόνου αποδείχθηκε εξαιρετικός μαθητής και πήρε άριστα στη διαδικασία της φυσικής επιλογής. Εμαθε πια να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από το πόστο της ενέδρας, να αποφεύγει συστηματικά το βράχωμα όταν συναντά ψαροκυνηγούς, με αποτέλεσμα αρκετά σπάνια πια να περνά στην ψαροβελόνα. Πρόκειται για ένα έξυπνο ψάρι, που υπερτερεί σημαντικά της εξαδέλφης του στήρας σε ευφυϊα. Ακόμη και τις μέρες της κυνηγετικής φρενίτιδας, όταν η περιέργεια και η διεκδικητικότητά της την ωθήσουν να προσεγγίσει τον ψαροκυνηγό, δεν θα το κάνει παρά μόνο εάν η τεχνική εφαρμοστεί άψογα. Το παραμικρό λάθος, η ελάχιστη μετακίνηση του όπλου, θα τη στείλουν με μια ακαριαία αντίδραση από εκεί που ήρθε!

Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι πρέπει να πούμε πως, όσον αφορά στη γεύση, δεν πρόκειται για «παλιόψαρο»! Ούτε βέβαια είναι άνοστη! Μειονεκτεί οπωσδήποτε έναντι της στήρας, του ροφού και φυσικά της σφυρίδας, ωστόσο όταν είναι φρέσκια και μαγειρευτεί σωστά είναι εξαιρετική. Αν και «γίδα», δεν μυρίζει όπως «ο τράγος τον Αύγουστο» όπως έχω διαβάσει αλλού! Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα βέβαια! Προσωπικά, την προτιμώ στην κατσαρόλα παρά στη σχάρα. Το βέβαιο είναι πάντως πως πρόκειται για συναρπαστικό θήραμα, με υψηλό πλέον συντελεστή δυσκολίας, που όταν καμακωθεί θα προσφέρει χαρά στον τυχερό και ικανό ψαρά που θα το καταφέρει.

ΚΩΣΤΗΣ ΓΕΩΡΓΑΣ

πηγη http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=23381&subid=2&pubid=946594

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου